Saturday, February 27, 2016

Κουστάντου

Κουστάντου

Στης Σαμαρίνας τόϊ βουνί ου νήλιους βασιλεύει
κι τα βλαγκάρι' αϊκούγουντι 'σα κάτου στου λιβάδι
αμέτρητα τα πρόβατα, στον που τα ξαγναντεύει
κι η Ρουμιουϊπούλα σαϊλαγά, στη στάνη του κοπάδι.

Μαζώχτηκαν τα ζωντανά απάν' απ' του ρυάκι
και η Κουστάντου τά τηρά στην αϊπλωσιά του λόφου,

γιατί αγκουσευόντουσαν κι αγλείφουν του νιράκι,
η κόρη 'ναι του Πανουργιά, τ' αρχοντοκτηνοτρόφου.

Σύρε Κουστάντου μ' να τα ιβρείς, σύρε να τα μαζώξεις

τα σκ'λιά σ' αϊμόλα λεύτιρα, του τ'φέκι σ' αρματώσου
βάρισι λύκους στου μαντρί, κι πρέπει νάντουν διώξεις

στου θυροστόμι θά τηρώ, για να ξιμανταλώσου.

Δεν είν' ου λύκους μάνα μου, μηδ' είναι του ζουλάπι
είναι ου Γιάννους που βουγκά κι βαριαναστενάζει
του τζουβαΐρι μ' τραγουδεί, για την δικήν μ' αϊγάπη,
κι τσ'γάρα τσακμακάει καθώς τουν τρώγει του μαράζι.

2016-02-27, © G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)