Tuesday, February 9, 2016

Δον Κιχώτης

Δον Κιχώτης

Ο ορειβάτης έφτασε στην άκρια του βράχου
σαν ξέσπασε νεροποντή από τα γκρίζα ουράνια·
μην ήταν μετουσίωση φαντάσματος μονάχου
ή σκιά που διαγραφότανε, ψηλά στα Αροάνια;

Τον φώτιζε η αστραπή με ασημιά ανταύγεια
καθώς τριγύρα χόρευαν, γελώντας, πιερότοι
κατράμι, πίσσας μυρωδιά από παλιά καρνάγια,
η νύχτα τ' άστρα έσβηνε, από τον Δον Κιχώτη.

Οι μυγδαλιές ανθίζανε, χειμώνα, στ' αγριοκαίρι,
ο άνεμος μετέφερε στο πρόσωπό του άνθη·
η Δουλτσινέα τάστελνε σ' αγαπημένο ταίρι,
προσέτι αυτόνε βρήκανε στην γρανιτένια άκρη!

Παρέλαυναν οι πινελιές, τα κίτρα του χειμώνα,
κι οι μπλε στολές της εικοστής-ογδόης Οκτωβρίου,
παιδιά μεταναστεύανε στη γη του Ροβινσώνα
εικόνες από το good bye, του αεροδρομίου.

Στοιχειό στα βράχια η βροχή, ψιθυριστά μιλούσε,
μην ήτανε γυναίκα του σε περασμένα χρόνια;
Ο Δον Κιχώτης χόρευε ξέφρενα και γελούσε
ζωγραφισμένος στ' άπειρο με ιδεατά κραγιόνια.

2016-02-09, © G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)
(Έμμετρος υπερρεαλισμός)

__________________
Σκιάς όναρ άνθρωπος.
Πίνδαρος, 522-438 π.Χ., Αρχαίος λυρικός ποιητής
μτφρ: ο άνθρωπος είναι τ’ όνειρο μιας σκιάς.