Tuesday, September 29, 2015

Βεατρίκη


Βεατρίκη

Στο δρόμο προς τον Έσπερο, τον πρόλαβε η νύχτα
καθώς κατέβαινε βουβή και σκέπαζε τα δάσα,
από μακρυά ερχότανε ο άνεμος που αλύχτα
και σάρωνε την άσφαλτο με παγωμένη ανάσα.

Μουντό το πάσο τ' ουρανού, στο σκότος οδηγούσε
φλογίτσες λαμπυρίζανε, τα άγνωρα αστέρια
η Βεατρίκη το νερό του Κράθη εκερνούσε
ως υδροχόος της Στυγός, σε ιδεατά παρτέρια.

Με σάλπιγγες και κύμβαλα χορεύαν ακροβάτες
αποκυήματα νυχτός και χρόνου ασυμβάτου,
- του κινητήρα άκουγε τους υπερτροφοδότες,
των Εσπερίδων κάλεσμα ή τάχα του θανάτου;

Για χρόνια το πεντάλιτρο, τραβούσε προς τη δύση
σε δάση από βελανιδιές, και μέλανα ελάτια
οι ακροβάτες είχανε ωστόσο ισορροπήσει
σ' αόρατα σχοινιά που βγουν στου Άδη τα παλάτια.

Απάνω τους χορεύανε χιλιάδες παντομίμες
με τα γεράκια πιο ψηλά τροχιές να διαγράφουν
τον Βόρειο να αιωρεί απόκληρες τις μνήμες,
στο μαυρονέρι του Χελμού που θρύλοι περιγράφουν.

Στο μούχρωμ' αφανίστηκαν, με γέλια οι ακροβάτες,
το μελανί πεντάλιτρο κεντούσε τα σκοτάδια
σχεδιάζοντας ιδανικά, στου ποταμού τις όχτες,
τροχιές που απειρίζονταν στου Άδη τα λιβάδια.

© G. Venetopoulos, 2015-09-29, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)