Friday, April 8, 2016

Στου Κράθη το ποτάμι

Στου Κράθη το ποτάμι

Η νύχτα εντύθη με βροχή, πνοή του χρυσανθέμου
σαν ο Χειμώνας τύλιξε στο μούχρωμα υφάδι,
στα μονοπάτια κύλισαν ερπύστριες πολέμου,
Δεκέμβρης ήταν κι οι σκιές βαβίζαν στο σκοτάδι.

Γρρ Γρρ Γραα Γρρ Γρρ Γραα, Χραπ! Χραπ! Χραπ! Χραπ!....

Μιλούσανε με γρυλισμούς μουγγρίζοντας σα χοίροι,
μπορεί με την Ανατολή να σβήναν, γκρίζοι ίσκιοι,
θα τους τραβούσε στα βαθειά της γης το χωνευτήρι,
μπορεί η μάνα ν' άναβε τα ξύλα να φουρνίσει...

Ακούστηκαν τα Μάουζερ. Αγκαθεροί οι ήχοι,
χιλιάδες σφαίρες σφύριζαν τραγούδια του θανάτου,
οι άμαχοι θερίζουνταν, κοκκίνιζαν οι τοίχοι,
γυναίκες τρέχαν με παιδιά, στην σκέπη του ελάτου.

Κρατούσα στη δασοπλαγιά, το Σπρίνγκφιλντ του πατέρα
με σφαίρες διαμετρήματος εφτά κι εξήντα δύο,
η μάνα και η αδερφή, ακίνητες πιο πέρα
στις λάσπες κοίτουνταν βουβές σα νάγνεφαν 'αντίο'.

Δεκατεσσάρων ήμουνα κι οι καλικαντζαραίοι
λεηλατούσαν το χωριό, φονεύαν πληγωμένους,
υπολοιπόμενοι της Γης και περιφρονητέοι
στους δρόμους πλατσουρίζανε, τους ματοκυλισμένους.

Τριακόσια μέτρα απ' το χωριό, έψαξα τον μπροστάρη·
το Σπρίνγκφιλντ έβηξε ξερά, την πύρινη ρομφαία
Αρχάγγελος οδήγησε, μουγγό προσευχητάρι
γινήκανε τα δάκρυα κι η Ελληνική σημαία.

Τριακόσια μέτρα απ' το χωριό, όπλιζα στο σκοτάδι,
το Σπρίνγκφιλντ έβηχε ξερά, αλάθητα στο κρύο,
τους γκρίζους Καλικάντζαρους ξανάστελνε στον Άδη
μα όλα σιωπούσαν πια, σάν σε νεκροταφείο.

Απ' τον Παράδεισο, ψηλά, επήρε να χιονίζει,
νιφάδες στέλνοντας πυκνές, ψυχούλες χαιρετούσαν,
λευκό, θανάτου κάλυμμα τους ζώντες εξαγνίζει,
απάνω στη βουνοπλαγιά οι λύκοι αλυχτούσαν.

Το παγωμένο μέταλλο, κρατώ στο μετερίζι
και το σφαλνώ για φυλαχτό με σφαίρα στη θαλάμη,
πλαστό, να δω την μάνα μου, με ξύλα να φουρνίζει,
την αδερφή να τραγουδά στου Κράθη το ποτάμι...

2016-04-08, © Georgios Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)



Tuesday, April 5, 2016

On Storrow Drive

On Storrow Drive
(And this rain)

Her verse became a misty trip to distant links
perhaps the reason of sun's transference was false,
the fogginess beyond the borderlines and brinks
so abstractly reminds of her betrothal pulse.

A fourth dimension still, the street lights shine, retrieved,
her company, outside my ranging car, to stray,
the fog rescinds while falls upon two souls bereaved,
the dusky light and arbor trees' remoteness sway.

The breeze extends to be her touch upon my face,
and steadily conducts my courses to effuse,
our steadfast floats upon the brines that dreams encase,
a summer song of longing stills our souls bemuse.

How many sentiments a railroad jaunt ascribes
to trip beyond the borderlines and faded strings,
caressing touch of fingertips by airy brides,
her Sunday advent will become a bird that sings.

Perchance she's bending softly on my scriptures,
inside a car of a forever going train,
on Storrow Drive the wind reforms her features,
as we have missed our dreamy summer and this rain.

© Georgios Venetopoulos 10/09/2011, All Rights Reserved
(Iambic hexameter)