Wednesday, December 21, 2016

Αγόραζε τομάτες

Αγόραζε τομάτες!
Πλανιόταν τ' άρωμά τους στον αέρα,
ολόγυρα σκοτείνιαζε η μέρα,
ανοίξαν καταρράκτες!

Στο χάρτινο ρομάντζο
Η όμορφη μανάβισσα γελούσε
και όπως μέσ' στα μάτια τον κοιτούσε
της έπαιζε το μπάντζο.

Τα δάχτυλά της μίσχοι,
εξωτική γκαρσόνα τον εκέρνα,
της λησμονιάς εγέμιζεν η στέρνα
Μπλακ Λέιμπελ ουίσκυ.

Θεότητα του σκότους
Το όνομά της ήτανε Εκάτη,
υπέροχη ωσάν οφθαλμαπάτη
στην χρυσαφιά του Λότους.

Της θύμιζε τσοπάνη·
μακριά τα ολόμαυρα μαλλιά της - φίδια,
φορούσε δεκαπέντε δαχτυλίδια
και άνθη φραντζιπάνι.

2016-12-22 © G. Venetopoulos
(Iambic 7/11 syllable verse)
(Έμμετρος υπερρεαλισμός)

Friday, December 9, 2016

The Lords

The horses gallop in the mists,
transporting messages of war,
the trumpets echo o'er the hills,
and innocent to Gods implore.

Behind the wall's notches the Lords,
stare at the fires in the dark,
the stallions, impatient, snort
meanwhile non-combatants depart.

From mountain-tall descends the brave,
adjudging wrought his double axe,
he sends the enemies to grave,
barbarians to mortal stacks.

Along with him invades the force
of soldiers killed and bridal maids,
they sway the swords without remorse
to massacre the drove by blade.

Behind the wall's notches the Lords,
hark to the galloping of hoofs,
in armor wrought invade the hordes
inside the smoke of burning roofs.

© 2016-12-09 G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic tetrameter)

Wednesday, November 30, 2016

Laughing moon

My seaward route recounts the night's mistrust,
declaims untruths upon the water wakes,
resounding the wind transmits my past
with demons prompting me to our mistakes.

They are my ocean pals! From dark sea depths
saltate and dance, attired like buffoons,
concording violins and brass trumpets
to gallivant around with looney tunes.

Meantime the stars, elusive, send their spark,
my pals essay in boats with wooden laughs,
discerning critics of our ghostly barque,
where waxen maids regale on moon's behalf.

Enchanting group! A theater folklore,
with drunk musicians and chords untuned,
ineptly smile with swollen lips to yore,
in front of a half-hidden laughing moon.

On empty quarry play guitar slack strings,
hoarse flutes, vociferous trombones and lyres,
my joker pals saltate in air and sing,
conveying to the moon their laughs and tears.

Expressing joy absorb my stare and thought,
with silver amulets and oracles foretold,
away they glide to destinations wrought,
where sovereign seas enfold the brave and bold.

Saluting me, a dancer higher jumps
('mid pandemonium tunes - on marble delf!)
and as the laughing chorus plays paeans,
avaunt he sails resembling myself.

29-10-2013 © Georgios Venetopoulos All rights reserved
(Iambic Pentameter)

Tuesday, November 29, 2016

Chicken cot U.F.O.


It crossed the gloaming skies above the roofs,
in awe we followed its jazzy course,
mysterious would be the incensed spoofs
this disaffecting aircraft would enforce.

'Hmm...', we said! Abominable was the ship
deciphering trajectories in hum;
predestined to avenge our ego trip
the alien poulets would not succumb.

The chicken soldiers were a frightful troop
in pink-pistachio uniforms with spots,
and snotty-nosed bombarded us with poop
because our heads were destitute of thoughts.

The Alien ship was rounded like the moon;
each angry bird was using a stun-gun,
the land of origin of that platoon
(and planet) were most certainly to shun.

In order to appease the chicken troop
some started to recite their verse to skies,
confronting the attacking chicken group
poop poems they opposed to battle cries.

The angry war-birds listened to the verse,
indited by the stunned (and pooped) confreres,
their cackle was bemocking and adverse,
upon their heads they wore rouge voluperes.

This myth reflected what would happen if
extraterrestrial cots invaded Earth,
the chicken-soldiers in relentless tiff
would poop upon our writers of top worth.

poop = Poetry Out Of Place

2013-07-30 © G. Venetopoulos, All Rights Reserved
revised on
2016-11-30 © G. Venetopoulos, All Rights Reserved


Πολλοί με ρωτούν τι σημαίνει υπερρεαλισμός και πώς αυτός μπορεί να εκφραστεί σωστά στην ποίηση. Τους απαντώ:
Ο υπερρεαλισμός είναι μια παρεξηγημένη κατηγορία τέχνης. Παρατηρήσαμε στο πρόσφατο παρελθόν ότι "ποιητές" αμφιβόλου ταλέντου, πνευματικής διαύγειας, ακόμα και ευφυΐας, βομβάρδισαν τον χώρο της ποίησης με αναρίθμητες άρρυθμες και χωρίς λογική ανοησίες, οι οποίες σήμερα κοσμούν τις ανθολογίες ποίησης σαν δείγματα "μοντέρνας λογοτεχνίας". Απορρίψτε τα κείμενα μαζί με τους συγγραφείς τους. Υπερ-ρεαλισμός σημαίνει κάτι το οποίο είναι "πιο πάνω από την πραγματικότητα". Δεν σημαίνει, όμως, ότι αυτό το "κάτι" πρέπει να είναι αφηρημένο, ανιαρό και ανόητο (χωρίς νόημα) έως βλακώδες. Οι αρλουμπολογίες των "μεγάλων ποιητών" μας, κατάφεραν να μετατρέψουν τον υπέροχο κόσμο της αληθινής ποίησης σε χώρο για αγραμμάτους και διανοητικά καθυστερημένους αναγνώστες. Απορρίψτε τους άφοβα και πετάξτε τα έργα τους στα σκουπίδια χωρίς ενοχές. Καλημέρα σε όλες και όλους.

Sunday, November 27, 2016

brassy tones

I shall remember you, she said,
cause roses spread their shades of red,
threads twined and weav'd on canvas grid.

The leaves turn flavescent,
she said,
because the springtime garlands fade,
adornment hung on lonely door.


Her figure blended in the mist
in thought became a bride unkissed,
the mizzle droplets shine on road.

In air descends her misty veil
devoid the streets her scent inhale,
marquee of jazz is his abode.

The cadence of his heart - her grace,
reflecting light upon railways,
her glancing stays on nightly fields.

His brassy tones in rain embraced
and wet his fingertips outraced
her lines of face - caressed eye lids.

Arrows of thoughts conduct his quill,
destined to leave, alone and still,
the cloudy hues color the shore.

The Fall defines his quest and role,
his trumpet plays its nightly toll,
recalls in dark, her kissing mead.

2013 © Georgios Venetopoulos All rights reserved
(Iambic tetrameter)

Thursday, November 24, 2016

Αρκάδι


Στις τρεις Μαρτίου χίλια οχτακόσια εξήντα έξι
οι επαναστάτες Κρητικοί  συνάχτηκαν στ' Αρκάδι
πως στη συνείδησή τους είχαν όλοι επιλέξει
να διώξουν τον κατακτητή ή να βρεθούν στον Άδη.

Στου Αρκαδίου την Μονή αθροίστηκαν οι Κρήτες
πολέμησαν ηρωικά για την ελευθερία,
ωσάν αρχαίοι Έλληνες, Βυζαντινοί ακρίτες,
ν' αποτινάξουν τον ζυγό και την Τουρκοκρατία.

Πως δεν νοείται Κρητικός, μηδ' Έλληνας ως δούλος,
της περηφάνειας η γιορτή στα σύννεφ' ανεβαίνει
και συνοδεύει τις ψυχές που φύγαν αυτοβούλως
γιατ' είν' η γη που αγάπησαν με αίμα ποτισμένη.

Το Αρκάδι ανατινάχτηκε και οι πολεμιστές του
εφτάσανε στο άπειρο, υμνούν με τους αγγέλους
σε Ίαμβο, Τροχαϊκό και χρόνους Αναπαίστου
τραγούδια του αγώνα τους και δοξασμένου τέλους.

Κι εκεί γλεντούν! Πως ζήσανε με του σπαθιού τ' ατσάλι
για της πατρίδας την τιμή και την υπερηφάνεια,
με του Διός τους κεραυνούς, χορεύουν πεντοζάλι
και γίνονται αναλαμπές στα Κρητικά ουράνια.

© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)

Thursday, November 10, 2016

Sockspeare, Thou!

Sockspeare, Thou!

Tonight I sensed the arts' demise
and thought of thine indecent writ

which could be used to kill the flies
that buzz above thy perfumed feet.

To liberate what's kept inside
thou must allow'st thyself to dart
where inspiration, poisoned, died
cause of thy mindless abstract art.

But this is wrong! The muses went
(because thine odored feet emit
condensed that deathly worn socks scent),
outside to breathe! Lickety split!

Thy mind, surprisingly, expressed
what could be taken for die-verse
tormented nostrils were suppressed
their agonized intake was terse.

Thy fans, inhaling the extrait
those well worn socks let loose with pride,
decided to command in verse
what should be buried cause it died.

They called it 'poem' but was known
that flies became, somehow, extinct,
bystanders ran to wear cologne,
thy Sockspeare theme was, thus, succinct.

Those blackened garments, worn around,
with plastic sneakers, bought on sale,
became the cause the fish have drowned
and deathly scents were to curtail.

Please tell us why thy socks perfumes
became the symbol of foot-prose
dug up feet-ology exhumes
what should be listed to dispose.

© G. Venetopoulos,10-13-2013, All Rights Reserved
(Iambic tetrameter)

Thursday, November 3, 2016

Βουβουζέλες

 

Βουβουζέλες

Στο θέατρο του παραλόγου περιμένει   13
"επενδυτές" ν' ανέβουν στη σκηνή   10
οι ηθοποιοί βελάζουν σαν μεταλλαγμένοι
κι ο ίδιος σαν πασχαλινό αρνί.

Αγελαδάκι μου, κουπόνι σαστισμένο,
ποιά άτυχη σειρήνα τον τραβά;
Μεσ' στο μυαλό του το αδρανοποιημένο
τον κυνηγά ένα ταψί με γεμιστά.

Με επιτήδευση οι ξύπνιοι κάνουν τζόγο,
(για όλα, λένε, φταίν οι Αρειανοί)
σαράντα άνεμοι φυσούν τ' ανεμολόγιο
και παίζουν βουβουζέλες στη σκηνή.

Οι αρχόντοι ρίχνουν μπήδους σα χορεύουν,
μ' αυθεντικό στυλάκι βουβαλιού,
αερολογώντας, μεταξύ τους, ρητορεύουν
με τη διανόηση του μαρουλιού.

Κι ο θεατής χειροκροτά την αδιαφάνεια
καθώς οι βουβουζέλες διαλαλούν
πως στο αρχείο μπαίνουν τα θαλασσοδάνεια
και μ' αίμα οι λαοί τα εξοφλούν.

2016-11-03
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ίαμβος 13/10 συλλαβών)



Tuesday, October 25, 2016

Αινείας

Αινείας

Ο Αινείας ορμά με τους Τρώες στη μάχη
πανοπλία φορά που αστράφτει στον ήλιο
η γραμμή των Ελλήνων λυγίζει σα στάχυ
στης Τρωάδος τ' απόρθητ' ως τότε βασίλειο.


Βασιλεύς των Δαρδάνων ο γιός του Αγχίση,
μονομάχος τρανός, συναντά τον Διομήδη·
- δεν υπάρχει ελπίδα για όποιον τολμήσει
της Ατρόπου να γίνει στερνό πια κεντίδι.

Ανεμίζει στο διάβα του μαύρο λοφίο,
ο Αργείτης τον Πάνδαρο στέλνει στον Άδη,
σ' ισκιερό μεταβαίνει αυτός λατομείο
όπου ο Χάρων λαξεύει στο αιώνιο σκοτάδι.

Ο Αινείας λαβώνεται κι η Αφροδίτη
στης Περγάμου τά άβατα τον παραδίδει
της ζωής ξετυλίγονται πάλι οι μίτοι
και οι Μοίρες καινούργιο υφαίνουν πλουμίδι.

Ο Διομήδης, ανίκητος, τ' άλογα στέλνει
στων συντρόφων Αργείων τα μαύρα καράβια
τον θεό του πολέμου στη μάχη προσμένει
δίχως μέσα του ίχνος από ανευλάβεια.

© 2016-10-26, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Αναπαιστικός τετράμετρος σύν μία συλλαβή)
http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/

Tuesday, October 18, 2016

Γαμπριάτικα κοστούμια

Γαμπριάτικα κοστούμια

Τα φορτηγά τραβούσανε στης γης την αδειοσύνη   15
καθώς η νύχτα άφηνε γοργά την Εθνική,   14
τα Δυτικά προάστεια μυρίζανε βενζίνη
με των ανθρώπων την σιωπή αφηγηματική:

Μικρές σταγόνες της βροχής κι ένας καθρέφτης δρόμος,
κοράκια-σμήνη κάθονταν στα σύρματα ψηλά,
ο κεραυνός της ξένης γης εγίνη διχοτόμος,
τα σύννεφα κατέβαιναν στη γη σιωπηλά.

Δεκαοκτάωρα δουλειάς ζωγράφιζαν ελπίδες,
οι Έλληνες γεμίζανε τα τραίνα στους σταθμούς,
το μεροδούλι-μερτικό γινόταν δυό μερίδες,
τα όνειρα χωρούσανε σε γκρίζους φοριαμούς.

Κανείς δεν τους χαρίστηκε, μηδέ η ξένη χώρα,   15
στις φάμπρικες δουλεύανε, στα ανθρακωρυχεία,   15
για δυό δεκάρες έπαρσης ανθούσε η εθνοφθόρα
των νέων μετανάστευση στη Βόρεια Εσπερία.

Τιμή τους έγιν' η δουλειά, θυσία και σημαία
στου κάρβουνου τις ισκιερές στοές και τα λαγούμια,
στης πρόοδου τις φάμπρικες ζυγώναν τον πορθμέα
φορώντας τα γαμπριάτικα, ολόμαυρα κοστούμια.

Κι όταν γυρνούσαν στο χωριό, εκάθονταν μονάχοι,
(ως η μαυρίλα έσβηνε, φυτρώναν ασφοδίλια),
με τις στοές στους πνεύμονες και μια χαμένη μάχη
καθώς εβήχανε κρυφά σ' ολόλευκα μαντήλια.

© 2016-10-18, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic verse)

Wednesday, October 5, 2016

Τέλος Άγρας

Τέλος Άγρας

Ανήμερα του Άη Γιωργιού, ακούγονται καμπάνες
Μα δεν χτυπάνε γιορτινά, μονάχα ειδοποιούνε
Κομιτατζήδες φάνηκαν στο πέρασμα των βράχων,
καλπάζοντας πυροβολούν αμάχους με ντουφέκια.

Την Βόρεια Ελλάδα μας, διεκδικούν οι ξένοι
στη σκοτεινή περίοδο αυτή της Ιστορίας
παράνομα αντάρτικα εισβάλλουνε στη χώρα
που δίδαξε πολιτισμό κι όλες τις επιστήμες.

Ο Τέλος Άγρας, λοχαγός, στα Γιαννιτσά, στο βάλτο,
ο αρχηγός Παύλος Μελάς με τον Καραβαγγέλη
κι ο Αντώνης Μίγγας πολεμούν για την ελευθερία,
στη Νάουσα, την Έδεσα, την Καστοριά, την Πέλλα.

Στο Ναύπλιο γεννήθηκε κι ήρθε στο βαλτονέρι,
με δε περίσσια λεβεντιά στον πόλεμο τραβάει,
πως εγεννήθη ήρωας και ένα δρόμο ξέρει:
της Αρετής που εκλεκτούς μονάχα ευλογάει.

Οι κάτοικοι ανοίγουνε τα κλειδωμένα σπίτια,
ελπίδα φέρνει στις ψυχές, χαμόγελο στα χείλη
αυτών που μαυροφόρεσαν με βυσσινιά σειρήτια
και κρέμασαν τους ήρωες δεξά από το καντήλι.

Αϊτός, κατέβηκε στη γη από τα γκρίζα ουράνια,
στα εδάφη του Αλέξανδρου μετέωρος εστάθη
πως είναι σύμβολο αυτών που ζουν με περηφάνεια
κι έχουν το πνεύμ' αδάμαστο, στο χέρι τους τη σπάθη. 

2016-06-22
© Georgios Venetopoulos, all rights reserved
http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/




Saturday, September 24, 2016

Μαρκ Άνδονυ

Μαρκ Άνδονυ

Ανόητα έργα υποδομής, εδώ, εκεί, πιο πέρα,
κι ένα ταψί με πιπεριές, ντομάτες, μελιτζάνες
να περιμένουν γεμιστές, επάνω στη γκαζιέρα
αυτούς που κουδουνίζουνε τις άδειες καραβάνες.

Σαράντα χρόνους χτίζονταν, σαράντα γκρεμιζόνταν,
πως όλοι που για χάρη μας, γυρίσαν στην πατρίδα
πηρούνιαζαν συκωταριές που αποτηγανιζόνταν
κι επίνανε Μπλακ Λέιμπελ ωσάν τη νεροφίδα.

Εκάνανε αντίσταση, γι' αυτό κι όλοι χρωστούσαν
στους ήρωες πολιτικούς, προσέτι αθανάτους,
τοιούτως χρέη απλόχερα, αυτοί δημιουργούσαν
καθώς ετρώγαν πέρδικες και κόκορες κρασάτους.

Μαρκ-Άνδονυ ελέγετο και ήτανε σωτήρας
κόρη αγνή ηγάπησε στις αμμουδιές του Νείλου
ουίσκια έκατέβαζε, εξάδες μαύρης μπύρας
και παστουρμά αλλοδαπό από ψαχνά καμήλου.

Μην άφησε το όνειρο στην αμμουδιά μονάχο
και τόκλεψαν κορκόδειλοι γιά μάγισσες και ψάρια
που από τις λάσπες του βυθού αρπάζουν τον φελάχο
και τον πουλούν στην Μπαρμπαριά για δυό ευρωδολάρια;

Κι όλοι αυτοί που ήντανε της εδικής του κλάσης
(ή μήπως σκηνοθέτησε ο νους τους σκευωρία;)
κερνάγανε τον πιφιρτζή, που γράφει ο Μαλακάσης
με μια μερίδα γεμιστά στα εκλογομαγειρεία.

Πως πέτριν' είν' η αποτυχιά μαζί κι η καταφρόνια
που κέρασαν η άγνοια κι η αναξιοκρατία
αυτούς που στον Μαρκ Άνδονυ επίστευαν για χρόνια
- σχεδόν όσα μετρήσανε απ' την Τουρκοκρατία.

"Μαρκ Άνδονυ και δαγκωτό", οι γειτονιές φωνάζουν
στη νίκη του ηρωικά, ούλοι τους θα χορέψουν,
κοράκια υπερίπτανται κι από μακρυά τους κράζουν
πριχού για άλλη μια φορά οι εντόπιοι μισέψουν.

© 2015-03-23, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic 15syllabic verse)

Sunday, September 4, 2016

Πέτρινες μορφές

Πέτρινες μορφές

Δυό χρώματα τυλίγονται στον ήχο της βροχής,
οι νύμφες του Φθινόπωρου, αριά, χαμογελούν,
της αδειοσύνης συνοδοί και της διαδοχής
των εποχών που αλλάζουνε για να λησμονηθούν.

Καράβι που σαλπάρησε στο διάβα του καιρού
εσώκλεισε στο φέγγος του τα χρώματα που σβουν
στην ομιχλώδη διάσταση κονσέρτου βροχερού,
στο πέλαγο που απόκοσμα τελώνια μας τραβούν.

Πορεία που δεν έμελλε να χαρτογραφηθεί,
στον ασαφή ορίζοντα ακτές ανταρκτικές,
το πλήρωμα τις λόγιζε πριν ναυτολογηθεί,
κι είν' οι μορφές τους πέτρινες και αινιγματικές.

Το Νότιο Σέλας ξενυχτά με σμαραγδένιο φως
Σειρήνες γλυκολάλητες, της νύχτας, τραγουδούν,
εγίνη ο χώρος αδειανός κι ο χρόνος περατός
ενώ οι φωνές τους σ' άγνωρη στεριά μας προσκαλούν.

2016-09-05
© G. Venetopoulos All rights reserved
(Iambic heptameter - Ιαμβικός επτάμετρος)

Thursday, August 25, 2016

Ωδές εξορίας

Ωδές εξορίας

Σωτήρες εμφανίζονται ψηλά από τα μπαλκόνια
χωρίς να έχουν πρόγραμμα ανάπτυξης της χώρας,
τα ίδια επιχειρήματα αναμασάνε χρόνια,
πανέτοιμοι να δρέψουνε βολευτικάς οπώρας.

Αναρωτιούνται οι θνητοί: Γιατί τόση πρεμούρα
να γίνουν όλοι τ'ς υποργοί· μην είναι ντροπής πράμα
να βαφτιστούνε κάποτε στην τίμια μουντζούρα,
στον ίδρω του χειρώνακτα με τον κασμά στο σκάμμα;

Ταγοί εγεννηθήκανε κι από την εξορία
επρόβαλαν αντίσταση φορώντας μπέιμπι-λίνο
γευόμενοι φρουτόκρεμες στην άγρια Βαυαρία
και αλλαχού στο άγνωστο: Παρίσι και Λονδίνο.

Πίσω από μούσια αφρόντιστα και προφορά χωριάτη
- προσόντα που ανέδειξαν πολλούς εθνοσωτήρες -
αισθάνονται περήφανοι που καίτοι βουτυράτοι
ουδέποτε κατάντησαν του έθνους ολετήρες.

Ουδέποτε απέτυχαν, μονάχα κάναν λάθη
που δεν θα επαναλάβουνε! Απλά θα κάνουν άλλα·
στον εαυτό τους δίνοντας ξανά συγχωροχάρτι,
σαράντα χρόνους διαλαλούν στο γάιδαρο καβάλα.

Και έτσι ντελαλίζουνε πως ιδεολογία
είναι να ξεπληρώνουμε τα τοκοχρεολύσια,
η αποδοχή παράτυπων είν' αγαθοεργία,
με τη λαλιά τ'ς, διεθνιστικά, να άδει προβατίσια.

2016-08-25
© G. Venetopoulos All rights reserved
(Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)

Saturday, August 13, 2016

Αμαδρυάδα

Αμαδρυάδα

Ανάμεσα σ' αρχαίες δρεις και μέλανα ελάτια,
ιδανικό κι  ατέλειωτο,  βουνίσιο μονοπάτι,
με σμιλεμένα από καιρούς στους βράχους σκαλοπάτια,
οδήγα προς τα σύννεφα και τ' ουρανού τα πλάτη.

Εγίνη νύχτα και βροχή, του δάσου Αμαδρυάδα,
θροίζοντας στις φυλλωσιές, στα μέλανα νυχτέρια,
το φέγγισμα των άνθηρων, μικρή χιονονιφάδα
στο άπλωμα του ουρανού που ρίχνει πεφταστέρια.

Αν στη γιορτή της μοναξιάς, στο φύσημα τ' ανέμου
ριζώσεις βράχος του βουνού ή έλατο του δάσου
γενείς αγρύπνια της ψυχής, πνοή του χρυσανθέμου,
θα μεταλάβει τ' άχραντο μυστήριο της καρδιάς σου.

© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic 15syllabic verse)
http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr

Saturday, July 30, 2016

Κελαινώ Ι

Κελαινώ Ι

Καταμεσής του πέλαγου, σε βράχους-ξερονήσια,
ερειπωμένα στέκονται τα πέτρινα καστέλλα
τριγύρω αυτοφυή φυτά και θάμνα θυμαρίσια
γαλάζιες κι άσπρες πινελιές από ακουαρέλα.

Αέρινες χορεύουνε μορφές πάνω στις πέτρες
(εκεί τον Άρη γνώρισε η όμορφη Αλθαία),
σ' οψιδιανούς που σμίλεψαν της φύσης γεωμέτρες,
στο χώμα εθάφτη του θεού η περικεφαλαία.

Νεράιδες, γη και θάλασσα έχουν απεικονίσει
κεντώντας μ' άρρηκτη κλωστή, τους ναύτες κατευθύνουν,
τη ρότα αλλάζουν καραβιών που έχουν εξορμήσει
και στου απείρου την θολή πορεία παρεκκλίνουν.

Καθώς βραδυάζει στο νησί, η Κελαινώ σκεπάζει
με μέλα κι αστροκέντητο, του ουρανού ριχτάρι,
αυτόν που την εζήτησε και τον αρραβωνιάζει
με το βαθύ της θάλασσας, του νου του φυλαχτάρι.

© 2016-07-30, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)


Wednesday, July 20, 2016

The Stork

The Stork

The ship extended huge, outside the dew,
his past, he thought, conducted on her track,
across the board, the skyline folded dark,
- a stork he was or member of the crew?

Thus, curiously stood upon the moors,
an epitome of time to e'er rejoice,
but stern, the sea-waves' hum repressed his voice,
or was the dusk that realness allures?

Upon the moors he stood, irresolute,
side-gazing for the sunken to discern
meanwhile the seamen deftness and concern
applied the coloring of nightly soot.

The dusk abraded, thus, the ship's details;
all shapes in numbness stood; without a word
the night, descending, linked the bird
with time's perseverance, head-ropes and brails.

The boats, directed randomly to trip,
loose wooden cradle-coffins in the bay,
surreal, formed a definite array,
where timely margins, undulating, reap.

(Their sacrosanct ascent designed the stairs,
for spotless angel forms to fly in blue,
the stork recalls the one-time rendezvous,
- this nightly ship, shall take his soul to fares.

Perchance they fled to skies - two passing glows
that cut through distances, in ardent Spring
a song for wanderers, harmonic link,
- pure emeralds the shoreline noon bestows.)

What foolishness of storks invites the ship,
our lives to marry on the silent quays
meanwhile four smoking ebon-funnels praise
our wraiths long flight on everlasting trip?

© 2012-09-25, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic Pentameter - revised on 2016-07-20)

Thursday, July 14, 2016

Μαντολάτο

Μαντολάτο

Ολόγιομη, μεθυστική ξεπρόβαλε η σελήνη
από το Αιγαίο πέλαγος σηκώθηκε η αύρα
αργά απώθησε η δροσιά του καύσωνα τη λάβρα,
τα δάχτυλά σου άγγιζαν την απεραντωσύνη!

Χρυσή η αντανάκλαση της Ίσιδος στο κύμα
βερμούδα και Τι-σερτ Ο-Πι, στα πόδια σαγιονάρες
αλ ντέντε προτιμούσαμε τις θείες καρμπονάρες,
της Λήμνου Αλεξανδρινό, σπονδή χυνόταν, χύμα.

Το θρόισμα της θάλασσας, ο φλοίσβος του κυμάτου
για τ' όνομά σου ένα παλιό τραγούδι του Σεφέρη
ταξίδευε στον άνεμο, γινότανε αστέρι
κι ύστερα έγινε φιλί με γεύση μαντολάτου.

15-07-2016
© G. Venetopoulos All Rights Reserved
(Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)

Tuesday, July 12, 2016

Lord Mortimer

Lord Mortimer

- Lord Mortimer! The rooster on thy shield,
the symbol of thine influence to dames,
to joust challenged the nobles on field
who questioned thine efficiency in games.

The rooster, splendidly, defined thy pride
but turned to mark of mockery and sneer;
Lord Gilbert who had boasted nationwide
escorted, thus, a playful Londoneer!

Inside the gardens of Keats household they walked,
where Gilbert, gallantly, recited verse
for cookie-cutter sheep, he proudly flocked,
her undetermined feelings to coerce.

The dame advanced his stateliness to heights
her pitches lauding chivalry and fights.
06-13-2013, © G. Venetopoulos All Rights Reserved
(English sonnet)


Thursday, June 30, 2016

1953

1953

Περήφανος θα πρέπει νάν' ο ράφτης
που έρραψε το κασμηρένιο σου κοστούμι,
από αυτοπεποίθηση αστράφτεις,
κερένιες κούκλες τρών φασόλια-νεροζούμι.

Οι Έρουλοι χρειάζονται βοήθεια·
αυτά που χρώσταγαν (και άλλα) θα χαρίσεις
του εμφύλιου, της πείνας την αήθεια
κι αποζημιώσεις που ποτέ δεν θα ζητήσεις.

Κορίτσια-σκιές, ακτινογραφημένες,
δεν σε κοιτάνε, το σουξέ σου μη βασκάνουν·
μικρές, φτωχές κι αγγελοκαμωμένες,
πώς θα σταυρώσουν τα χεράκια να πεθάνουν;

2016-07-01,
© G. Venetopoulos, All rights reserved

(Iambic 11/13syllable verse)

Tuesday, June 28, 2016

Ταξιάρχης

Ταξιάρχης

Ηφαίστεια βραχοσειρά, φτιαγμένη από βασάλτη,
τα κύματα την σμίλευαν εκατομμύρια χρόνια,
στοιχειά την εκατοικήσαν, οι βάρκες δε ζυγώνουν
ενώ στον άνεμο βοούν απόκοσμα τελώνια.

Στο γκρίζο φως της θάλασσας, στον ήχο του κυμάτου,
στη μέτρηση των πλεύσεων με το ανεμολόγιο,
η κόρη τον συνάντησε στη Σκάλα, στο Καρνάγιο,
στον Ταξιάρχη ευχήθηκε καλό του κατευόδιο.

Γερό, καλόχτιστο σκαρί ο Ταξιάρχης φεύγει,
κανείς δεν έχασε οργιά κανείς δεν θα κερδίσει
του ήλιου το χρυσόνημα που αρχόντισσες κεντάνε,
μα χάραζ' η καρίνα του ταξίδι για την Δύση.

Ντυμένη στα νησιώτικα εστέκουνταν στο βράχο,
της περηφάνειας φλάμπουρο της ομορφιάς γιορντάνι,
τ' αερικά επήραντη από το ακροβούνι,
τον Ταξιάρχη πρόφτασε στης Δύσης το λιμάνι.

2016-06-28,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/

(Iambic decapentasyllabic verse)

Friday, June 17, 2016

Οι λάμπες καραβάνι

Οι λάμπες καραβάνι


Η αύρα τον προσκάλεσε στο κέντημα του εβένου,
αθόρυβα, στα πιο βαθιά, περνούσ' η πλοηγίδα,
τ' απόνερα του φορτηγού, στον μόλο του πνιγμένου
ξεσπούσανε και ο αφρός μπροστά του αναπήδα.

Κι οι δυό, τόσο παράξενα, τραβούσαν για τα χάη,
φωνές νυμφών της θάλασσας στα κύματα πετούσαν,
τον ναυτικό συντρόφευαν για χρόνια στα πελάη
σ' ομίχλες κι άγνωρες ακτές, απ' όπου τον καλούσαν.

Το σύννεφο προχώραγε, της νύχτας αντιπροίκι,
αχνό σαν καντιοζάχαρη, της μάγισσας υφάδι,
τ' αέρι εκδρομή του νου κι η βάρκα βασιλίκι,
η πλοηγίδα έστέλνε σινιάλα στο σκοτάδι.

Θαλάσσιας αύρας άρωμα πλανιόταν στο λιμάνι,
φωλιάζοντας στην σκέψη του μετέτρεπε το δρόμο
σε σκιάσεις και φεγγίσματα, οι λάμπες καραβάνι
απείριζαν στο φέγγος τους της άβυσσου το νόμο.

2016-06-18,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/

Sunday, June 12, 2016

Το πηγάδι

Το πηγάδι

Τρεις στρατοκόποι έψαχναν για το μεγάλο δρόμο
για τ' άβυθο πηγάδι των ονείρων και του νου τους
αγάλι βούλιαζε το φως, και τ' αναμμέν' αστέρια
λαμπύρισαν χαρούμενα στ' απέραντα ουράνια.

Περπάταγαν. Ο πελαργός, ο κόκορας κι ο λύκος
δραπέτευαν για πάντα πια, από τ' ανθρωπολόι
φλογίτσες τ' άστρα έλαμπαν μα δεν είχαν φωτίσει
την άμετρη και μελανή, του θόλου απειροσύνη.

Ο πελαργός γεωμετρεί κι ο κόκορας μετράει
μυριάδες τ' άστρα! Η θάλασσα, στην αμμουδιά θροίζει
κι ο ουρανός στο τέλος του μεγάλου ταξιδιού τους,
τις θύρες των Βυζαντινών αρχοντικών ανοίγει.

Ο λύκος αλυχτά στο φως των αστεριών που λάμπουν
για τα παιδιά που διάλεξαν στην δύση να μπαρκάρουν
για τις γενιές του μισεμού που σαν τα στάχυα γνέφουν,
για όσους έχτισαν ψηλά παλάτια και χαθήκαν.

Στο άβυθο πηγάδι αυτό, πριν οκτακόσια χρόνια
Βυζαντινές πριγκίπισσες της Αυτοκρατορίας,
καθρέφτιζαν την ομορφιά και την αξιοσύνη
της καθαρόαιμης γενιάς των άρισιων Ελλήνων.

Και είχανε να λένε πως, διαλέγανε για ταίρια
τους ήρωες που φύλαγαν τα σύνορα με θάρρος
Ακρίτες σαν τον Διγενή, γιατί μ' αυτούς μονάχα
γενιές ηρώων έπλαθαν και δόξαζαν την χώρα.

Ο λύκος όλα τάξερε, γιατί τις νύχτες βγαίνουν
ψυχές αθάνατες που ζούν στα τρίσβαθα του χρόνου:
Βυζαντινές πριγκίπισσες κι Ακρίτες των συνόρων,
κι αλλάζουν όρκους ιερούς, στο άβυθο πηγάδι.

2016-06-12,
© G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

Sunday, May 29, 2016

Ακταιωρός

Ακταιωρός

Στη θάλασσα ξεμάκραιναν, τα σήμαντρα χτυπούσαν,
ο ήχος έφθινε μακρυά, της στεριανής γιορτής,
τα γλαροπούλια έκρωζαν καθώς ψηλά πετούσαν,
Χειμώνας ήταν τ' ουρανού, και έβρεχε στη γής.

Μαντήλια χαρετούσανε απάνω στα μπεντένια,
στο καφετί αντάριασμα του βρόχινου καιρού,
νεράιδες εχτενίζουνταν με ασημένια χτένια
στην άκρη ενός αλλόκοτου λειμώνα ισκιερού.

Μαυροντυμένη έστεκε, και μοναχή η κόρη
χρυσή καδένα φόραγε της αναδεξιμιάς,
με βιά ηχούσε ρυθμικά ο πρότονος στην πλώρη,
το λυκαυγές παντρεύτηκε, παιδί της ερημιάς.

Της καταιγίδας άγγελος, στου καϊκιού το δρόμο
στο διάβα στροβιλίζουνταν σε ξέφρενο ρυθμό·
η θάλασσα αναλόγισε τον πελαγίσιο νόμο
και πρόβαλε του Χάροντα η άδεια ακταιωρός.

Τα κέρινά τους πρόσωπα στης νύχτας την κορνίζα
εξαϋλώθηκαν αργά στο λιγοστό της φως
σ' εωθινή θα έφτασαν, ακτή μαύρη και γκρίζα
και πάλι ίσως γίνανε βροχή και ουρανός.

© 2016-05-29, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Alternative lines of Iambic decapentasyllabic
/ Iambic heptameter verse)

Sunday, May 8, 2016

The tango teacher

The tango teacher

The Tango teacher danced before
 his monolithic size,
a red dressed figure, tripping, thrilled
 his attitude and thought,
for none knew better than this femme
 to make the apple pies
his appetite so coveted
 and blurry thinking sought.

She moved around his bulkiness
 with brio and pizzazz
convincing him to dance with her
 a tango por amor,
a man of gallantry who learned
 its steps in Alcatraz
began to twirl with elegance
 upon the marble floor.

The apple pies were resting on
 the kitchen wooden board,
so, every time he started to
 express his loving quotes
she stuffed his mouth with tasteful chunks,
 he certainly adored,
and both gyrated in the air
 with donkeys, pigs and goats.

So, dancing carelessly, the man
 betrampled on her toes
while she was holding in her teeth
 a crimson Spanish rose.

2015/10/01
© G. Venetopoulos All rights reserved
(sonnet, Iambic heptameter)

Tuesday, May 3, 2016

Besought by honors

Besought by honors

Besought by honors dares the icy side,
the road, extending, separates the bold,
his challenge molds with mud and dignified
it integrates him in the mountain cold.

Above the limits race where speed defines
what preexisted on the drives and pikes
betrothing wraith among the trees consigns
and sacrificial power chords she strikes.

Therefore, the engine's striving wrath
unfolds trajectories of epic drive,
tangentially he dances on the path
his hands on steering wheel, the tempo thrive.

For e'er a man his destiny decodes
when challenged, impertinent he raves,
his intellect, upon demand, forebodes
the fates' engaging meet aside his grave.

His racing car, all limits underscores,
on slope releases its titanic torque,
ascending blue, amidst the nimbus soars,
awards the Dom champagne with sealed-off cork.

Intruding car, inside the foggy veil,
the engine's turbocharger breathes,
the top-performing driver cannot fail
as glory turns mechanical and wreathes!

It's after midnight and the slope's romance
redeems red droplets on his uniform,
his reckless smile outgoes the ambulance
since ten p.m. besought and killed in storm.

2013-08-02,2016-05-03,
© Georgios Venetopoulos, All rights reserved

(Iambic pentameter, Epic)

Friday, April 8, 2016

Στου Κράθη το ποτάμι

Στου Κράθη το ποτάμι

Η νύχτα εντύθη με βροχή, πνοή του χρυσανθέμου
σαν ο Χειμώνας τύλιξε στο μούχρωμα υφάδι,
στα μονοπάτια κύλισαν ερπύστριες πολέμου,
Δεκέμβρης ήταν κι οι σκιές βαβίζαν στο σκοτάδι.

Γρρ Γρρ Γραα Γρρ Γρρ Γραα, Χραπ! Χραπ! Χραπ! Χραπ!....

Μιλούσανε με γρυλισμούς μουγγρίζοντας σα χοίροι,
μπορεί με την Ανατολή να σβήναν, γκρίζοι ίσκιοι,
θα τους τραβούσε στα βαθειά της γης το χωνευτήρι,
μπορεί η μάνα ν' άναβε τα ξύλα να φουρνίσει...

Ακούστηκαν τα Μάουζερ. Αγκαθεροί οι ήχοι,
χιλιάδες σφαίρες σφύριζαν τραγούδια του θανάτου,
οι άμαχοι θερίζουνταν, κοκκίνιζαν οι τοίχοι,
γυναίκες τρέχαν με παιδιά, στην σκέπη του ελάτου.

Κρατούσα στη δασοπλαγιά, το Σπρίνγκφιλντ του πατέρα
με σφαίρες διαμετρήματος εφτά κι εξήντα δύο,
η μάνα και η αδερφή, ακίνητες πιο πέρα
στις λάσπες κοίτουνταν βουβές σα νάγνεφαν 'αντίο'.

Δεκατεσσάρων ήμουνα κι οι καλικαντζαραίοι
λεηλατούσαν το χωριό, φονεύαν πληγωμένους,
υπολοιπόμενοι της Γης και περιφρονητέοι
στους δρόμους πλατσουρίζανε, τους ματοκυλισμένους.

Τριακόσια μέτρα απ' το χωριό, έψαξα τον μπροστάρη·
το Σπρίνγκφιλντ έβηξε ξερά, την πύρινη ρομφαία
Αρχάγγελος οδήγησε, μουγγό προσευχητάρι
γινήκανε τα δάκρυα κι η Ελληνική σημαία.

Τριακόσια μέτρα απ' το χωριό, όπλιζα στο σκοτάδι,
το Σπρίνγκφιλντ έβηχε ξερά, αλάθητα στο κρύο,
τους γκρίζους Καλικάντζαρους ξανάστελνε στον Άδη
μα όλα σιωπούσαν πια, σάν σε νεκροταφείο.

Απ' τον Παράδεισο, ψηλά, επήρε να χιονίζει,
νιφάδες στέλνοντας πυκνές, ψυχούλες χαιρετούσαν,
λευκό, θανάτου κάλυμμα τους ζώντες εξαγνίζει,
απάνω στη βουνοπλαγιά οι λύκοι αλυχτούσαν.

Το παγωμένο μέταλλο, κρατώ στο μετερίζι
και το σφαλνώ για φυλαχτό με σφαίρα στη θαλάμη,
πλαστό, να δω την μάνα μου, με ξύλα να φουρνίζει,
την αδερφή να τραγουδά στου Κράθη το ποτάμι...

2016-04-08, © Georgios Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)



Tuesday, April 5, 2016

On Storrow Drive

On Storrow Drive
(And this rain)

Her verse became a misty trip to distant links
perhaps the reason of sun's transference was false,
the fogginess beyond the borderlines and brinks
so abstractly reminds of her betrothal pulse.

A fourth dimension still, the street lights shine, retrieved,
her company, outside my ranging car, to stray,
the fog rescinds while falls upon two souls bereaved,
the dusky light and arbor trees' remoteness sway.

The breeze extends to be her touch upon my face,
and steadily conducts my courses to effuse,
our steadfast floats upon the brines that dreams encase,
a summer song of longing stills our souls bemuse.

How many sentiments a railroad jaunt ascribes
to trip beyond the borderlines and faded strings,
caressing touch of fingertips by airy brides,
her Sunday advent will become a bird that sings.

Perchance she's bending softly on my scriptures,
inside a car of a forever going train,
on Storrow Drive the wind reforms her features,
as we have missed our dreamy summer and this rain.

© Georgios Venetopoulos 10/09/2011, All Rights Reserved
(Iambic hexameter)

Saturday, March 19, 2016

Σε οικτίρω κουλτούρα

Σε οικτίρω κουλτούρα

Μελανά τα κοράκια πετάνε ψηλά
πάνω απ' όλους εμάς, διαγράφουν τροχιές,
καλικάτζαροι άδουν μισο-κουζουλά
ημιόνων κελεύσματα στο διηνεκές.

Πιερότοι πηδούν στα σαμάρια με βιά,
τα αγλήγορα ζα που γκαρίζουν, κεντούν
και στο στόμα πτωχών, αχνιστή κακαβιά
με γεμάτες κουτάλες κι ακρίβεια πετούν.

Οι πτωχοί όλοι χάσκουν, πεινάλες, λεροί
κι η ψαρόσουπα είν' η απάντηση αυτών
στα μουλάρια που κάθουνται, φανταχτεροί,
και φορούν το καπέλο του Ναπολεών.

Καραγκιόζη διδάσκονται κόρες Λυδών,
μετανάστες και δήθεν ξανθές ενζενί,
του Πικάσο κυρές της παλιάς Αβινιόν
σουλατσάρουν στα μάρμαρα του Διγενή.

Τραγουδούν οι τρανζίστορες λολιτικά,
δίχως πρόγραμμα, γνώσεις και μ' άδειο το νου,
άσπρες γάτες Αγκύρας, σκυλιά Αφγανά
βγάζουν βόλτα μαζί, ξεκαπίστρωτα γκνού.

Σε οικτίρ' ώ κουλτούρα διεθνιστική,
υπηρέτες ζητιάνων οι νέοι θα γενούν,
με χιλιάρες θα τρέχουνε στην Εθνική
να προλάβουν τα φώτα προτού πια σβηστούν.

2016-03-19,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Anapestic tetrameter)

Thursday, March 3, 2016

Το σκιάχτρο

Το σκιάχτρο

Μακρυά, στην άκρια του κάμπου εστήθη,
ψιλό χιονόνερο και μαύρο ορνίθι,
πιερότοι ρήτορες δημαγωγούσαν,
σκυλιά οσφραίνουνταν και αλυχτούσαν.

Τα νέφη έφευγαν, πραματευτάδες,
τριγύρα χόρευαν αριές νιφάδες
υποστηρίζοντας την αδειοσύνη,
του σκότους τ' άπλωμα, και την οδύνη.

Φωνές καλούσανε, βαθειά στα δάσα
με τρόμπες, κύμβαλα και κοντραμπάσα
μορφές που πέταγαν, χαμογελούσαν
και μόνο ανάλαφρα, στη γη πατούσαν.

Ομίχλες ήτανε ετούτοι, τάχα,
του δάσου πνέματα ή σκιές μονάχα;
Στο σκιάχτρο κάθησε μονό κοράκι
τα δέντρα στέκουνταν - χωροφυλάκοι.

Ω! Πόσο άξιο το σκιάχτρο εφάνη
στα δάσα απέναντι και το μεϊντάνι
σανίδια αφρόντιστα και σκεβρωμένα
μανίκια που έχασκαν κουρελιασμένα.

2016-03-03 © G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός ενδεκασύλλαβος)

Saturday, February 27, 2016

Κουστάντου

Κουστάντου

Στης Σαμαρίνας τόϊ βουνί ου νήλιους βασιλεύει
κι τα βλαγκάρι' αϊκούγουντι 'σα κάτου στου λιβάδι
αμέτρητα τα πρόβατα, στον που τα ξαγναντεύει
κι η Ρουμιουϊπούλα σαϊλαγά, στη στάνη του κοπάδι.

Μαζώχτηκαν τα ζωντανά απάν' απ' του ρυάκι
και η Κουστάντου τά τηρά στην αϊπλωσιά του λόφου,

γιατί αγκουσευόντουσαν κι αγλείφουν του νιράκι,
η κόρη 'ναι του Πανουργιά, τ' αρχοντοκτηνοτρόφου.

Σύρε Κουστάντου μ' να τα ιβρείς, σύρε να τα μαζώξεις

τα σκ'λιά σ' αϊμόλα λεύτιρα, του τ'φέκι σ' αρματώσου
βάρισι λύκους στου μαντρί, κι πρέπει νάντουν διώξεις

στου θυροστόμι θά τηρώ, για να ξιμανταλώσου.

Δεν είν' ου λύκους μάνα μου, μηδ' είναι του ζουλάπι
είναι ου Γιάννους που βουγκά κι βαριαναστενάζει
του τζουβαΐρι μ' τραγουδεί, για την δικήν μ' αϊγάπη,
κι τσ'γάρα τσακμακάει καθώς τουν τρώγει του μαράζι.

2016-02-27, © G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

Tuesday, February 9, 2016

Δον Κιχώτης

Δον Κιχώτης

Ο ορειβάτης έφτασε στην άκρια του βράχου
σαν ξέσπασε νεροποντή από τα γκρίζα ουράνια·
μην ήταν μετουσίωση φαντάσματος μονάχου
ή σκιά που διαγραφότανε, ψηλά στα Αροάνια;

Τον φώτιζε η αστραπή με ασημιά ανταύγεια
καθώς τριγύρα χόρευαν, γελώντας, πιερότοι
κατράμι, πίσσας μυρωδιά από παλιά καρνάγια,
η νύχτα τ' άστρα έσβηνε, από τον Δον Κιχώτη.

Οι μυγδαλιές ανθίζανε, χειμώνα, στ' αγριοκαίρι,
ο άνεμος μετέφερε στο πρόσωπό του άνθη·
η Δουλτσινέα τάστελνε σ' αγαπημένο ταίρι,
προσέτι αυτόνε βρήκανε στην γρανιτένια άκρη!

Παρέλαυναν οι πινελιές, τα κίτρα του χειμώνα,
κι οι μπλε στολές της εικοστής-ογδόης Οκτωβρίου,
παιδιά μεταναστεύανε στη γη του Ροβινσώνα
εικόνες από το good bye, του αεροδρομίου.

Στοιχειό στα βράχια η βροχή, ψιθυριστά μιλούσε,
μην ήτανε γυναίκα του σε περασμένα χρόνια;
Ο Δον Κιχώτης χόρευε ξέφρενα και γελούσε
ζωγραφισμένος στ' άπειρο με ιδεατά κραγιόνια.

2016-02-09, © G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)
(Έμμετρος υπερρεαλισμός)

__________________
Σκιάς όναρ άνθρωπος.
Πίνδαρος, 522-438 π.Χ., Αρχαίος λυρικός ποιητής
μτφρ: ο άνθρωπος είναι τ’ όνειρο μιας σκιάς.

Wednesday, February 3, 2016

Πιο ψηλά από τον σπουδαίο άνδρα

Πιο ψηλά από τον σπουδαίο άνδρα, ευρίσκονται οι αξίες. Και όσο πιο ψηλά, σε αξιώματα, ανεβαίνει αυτός, τόσο ανεβαίνουν κι αυτές.

2016-02-03, © G. Venetopoulos, All rights reserved

Thursday, January 28, 2016

Ουρλιάζει ο λύκος

Ουρλιάζει ο λύκος

Μονάχος λύκος, απλωμένη καταχνιά, 6

Σκιά του δάσους, τον κοιτάζεις σιωπηλή, 6
μορφές απλώνεις, πλησιάζεις τη βραδυά 6
στου λύκου την απέραντη κραυγή. 5

Ομίχλη - θρόισμα – φωνή σ’ απανεμιά, 6
εβένινη φρεγάτα μ' ανοιχτά ιστία 6.5
Τα άσπρα πέπλα της, τυλίγουν την καρδιά, 6

της άβυσσου αρχαία ελεγεία. 5.5

Μονάχοι λύκοι, στην ομίχλη οι φτωχοί, 6
του ουρανού παιδιά, στα άστρα τραγουδούν,  6
της νύχτας γίνετ' η κραυγή τους προσευχή  6
καθώς τα δέντρα τους ξεπροβοδούν. 5

Ουρλιάζει ο λύκος, στου ορίζοντα την άκρη  6.5
του δάσους πνεύμα στο σκοτάδι κατοικεί,  6

χειμώνας τύλιξε τον χρόνο του με δάκρυ,  6.5
σαν κάλεσε με ύλη και ψυχή.  5


Ουρλιάζει ο λύκος και στρατεύεται η βραδυά  6
φωνή προς τους θεούς, στων άστρων τον βωμό,  6
μορφή στο πέρασμα, του λόγγου σκοτεινιά  6
απλώνει την ομίχλη γι' αγιασμό. 5


Ουρλιάζει ο λύκος στρέφοντας στ' αστέρια  5.5
τα μάτια του, μιλώντας στο φεγγάρι,  5.5
γυμνά κλαριά υψώνονται σα χέρια,  5.5
η ομίχλη αφήνει στη φωνή του αχνάρι.  5.5


Ουρλιάζει ο λύκος στο σκοτάδι του Φλεβάρη.  6.5
τ' αστέρια κρέμονται, καντήλια ασημιά,  6
μετάξινο το πέπλο της νυχτός θα πάρει  6.5
με την κραυγή όσα χωρούν στην ερημιά.  6


2016-01-28, © Georgios Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic verse)
 

Πρώτη έκδοση: Απρίλιος, 2002

Thursday, January 14, 2016

Primrose

Primrose

The clockwork ticks transformed to fog and air
while dusk absorbed the beacon's blinking signs,
- surreal and indefinite designs
with tangible his steady flash and flare;
beneath the kind, retentive cloak of chance,
- he breathed her in, her aural scent and glance.

Inside the tavern sea-men ordered drinks;
amid the tulips of the hazy smoke,
he felt the night with owls' persistent croak,
and Lady Sadness on the starboard brinks;
Invisible the night descended slopes
in quietness with dark, elusive scopes.

Her primrose scent – his mind's ambrosian gate,
remote Paradisos and range of soul
perfumed her whif surpassed, burning coal,
he clenched the glass and drunk the dark brusque straight,
the tumbler shattered - deep inhaled her scent,
- with unrelenting his blood thrash torment.

The night was dense; inside the mists he drew
with red drops dropping from the deep palm cut
a wraith, she vanished while her louvres were shut
the nightfall's emptiness inside him grew
he touched the heavy door - the luster stained;
the primrose scent inside his mind ingrained.

And she descended - Nymph the fates had graced;
betimes he breathed the scent of night primrose,
his carnal prayer and adytum disposed,
her sacrosanct of pathos' splendor traced;
with flash reflecting in her eyes' domain
the primrose scent dispersed inside the rain.

© 09-07-2013, G. Venetopoulos, All rights reserved
(five sextains, sestines or sestinas - Iambic pentameter)

Στην Αργολίδα

Στην Αργολίδα

Βροχή αργόπεφτε στα πέτρινα σκαλιά, 12
προσώρας φάνηκε ηλιού αχτίδα, 11
τζαμένια ανάκλαση σα μονοκονδυλιά,
μα χόρευε η βροχή στην Αργολίδα,
απόγευμα, θροίζοντας, στη σιγαλιά!



© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic 12/11 syllables verse)



Saturday, January 2, 2016

jaw-dropping moves

jaw-dropping moves

The rooster jumped o'er the fence,
cause craved on clubbing, so, to bask
and gallivant forever, thence,
throughout the day and after dusk.

He attended classy cabarets
where birds enjoyed to fox-trot
his moves jaw-dropping as all pets
were clapping hands around the spot.

Alike a Pro he trotted on
the marble floor, outwearing all,
his Leghorn structure lithe and brawn
his manly gazing to enthrall!

Thus, dancing, he became a thrill
upon the
jazzy floors and decks,
inspiring hens to use their quill
on poetry where art reflects!

© 2016-01-02, G. Venetopoulos, All Rights Reserved

(Iambic tetrameter)