Tuesday, October 18, 2016

Γαμπριάτικα κοστούμια

Γαμπριάτικα κοστούμια

Τα φορτηγά τραβούσανε στης γης την αδειοσύνη   15
καθώς η νύχτα άφηνε γοργά την Εθνική,   14
τα Δυτικά προάστεια μυρίζανε βενζίνη
με των ανθρώπων την σιωπή αφηγηματική:

Μικρές σταγόνες της βροχής κι ένας καθρέφτης δρόμος,
κοράκια-σμήνη κάθονταν στα σύρματα ψηλά,
ο κεραυνός της ξένης γης εγίνη διχοτόμος,
τα σύννεφα κατέβαιναν στη γη σιωπηλά.

Δεκαοκτάωρα δουλειάς ζωγράφιζαν ελπίδες,
οι Έλληνες γεμίζανε τα τραίνα στους σταθμούς,
το μεροδούλι-μερτικό γινόταν δυό μερίδες,
τα όνειρα χωρούσανε σε γκρίζους φοριαμούς.

Κανείς δεν τους χαρίστηκε, μηδέ η ξένη χώρα,   15
στις φάμπρικες δουλεύανε, στα ανθρακωρυχεία,   15
για δυό δεκάρες έπαρσης ανθούσε η εθνοφθόρα
των νέων μετανάστευση στη Βόρεια Εσπερία.

Τιμή τους έγιν' η δουλειά, θυσία και σημαία
στου κάρβουνου τις ισκιερές στοές και τα λαγούμια,
στης πρόοδου τις φάμπρικες ζυγώναν τον πορθμέα
φορώντας τα γαμπριάτικα, ολόμαυρα κοστούμια.

Κι όταν γυρνούσαν στο χωριό, εκάθονταν μονάχοι,
(ως η μαυρίλα έσβηνε, φυτρώναν ασφοδίλια),
με τις στοές στους πνεύμονες και μια χαμένη μάχη
καθώς εβήχανε κρυφά σ' ολόλευκα μαντήλια.

© 2016-10-18, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic verse)