Showing posts with label Georgios Venetopoulos. Show all posts
Showing posts with label Georgios Venetopoulos. Show all posts

Friday, July 26, 2019

elegant giraffes

He wondered if his verse was made for mules
or chickens cackling their jazzy tales;
composing dull sonnets was chased by bulls,
by elegant giraffes and crazy snails.

Amid the donkeys, in his country cot,
while gulping spirits the pig-farmer writes;
his scrawl becomes a cultivated naught
and straight he quaffs one more for his insights.

The detrimental muse of his confused
absconding inspiration, though, evades
poetics so much alcohol-abused
and drinking up the Absinth liquor, fades.

The prompting advent of a healthy burp
made pigs and chickens to comment 'superb'!

© 06-27-2013, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(English sonnet, Iambic pentameter

Thursday, March 22, 2018

Καρφωμένες λέξεις

Καρφωμένες λέξεις

Πρέπει να ξέρεις πώς καρφώνονται οι λέξεις
σαν τα μαδέρια τις στεριώνεις μήπως φύγουν
κι όταν το κάρφωμά τους δεις και τ' αναμπαίξεις,
στον άνεμο σαν τις σακούλες καταλήγουν.

Απολωλή, στο διηνεκές, θα αρμενίζει
στο πέταγμα της λογικής - σαν το γλαρόνι
όταν ακάρφωτη η λέξη ξεστρατίζει
κι η ίδια η καταδίκη της θα τήν σβερκώνει.

Κι όταν η λέξη αυτή δεν μείνει στο καδρόνι
μονάχα αντίφασες θα συναντήσει στη ζωή της
τι κι αν την βρεις στην τραγωδία 'Αντιγόνη',
κι αν την θυμούνται ο Εμπειρίκος κι ο Ελύτης.

Δυό δυό οι πρόκες θα καρφώσουνε την λέξη
και τρεις και τέσσερις κι αν χρειαστεί και πέντε,
κι αν τα αερικά την πείσουνε να τρέξει
θα συλλαβίζει ανοησίες στον πουνέντε.

Μα όταν στην σανίδα καρφωθεί η λέξη
και βγάλει νόημα ωσάν Εσταυρωμένος
εκείνος που το παραλήρημα θ' αντέξει
για των Μουσών την ποίηση είν' ο χαμένος.

© 22/03/2018 G. Venetopoulos All rights reserved
(13 syllables rhyming Iambic verse)
http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/2018/03/blog-post_22.html

(Ο ποιητής κρίνεται καλός όταν δεν συγγράφει ανοησίες κι ακόμα καλύτερος όταν δεν τις δημοσιεύει)

Για τον διαγωνισμό της Μαρίας Γασπαράτου (.... Αναζήτηση, Σύμπαν)

Wednesday, March 21, 2018

Temujin

The purple Royal banners waft above his armor's steel;
the Mongol chieftain bids relentlessly his wit,
young Genghis Khan, the Temujin, applies his sovereign zeal,
to merge the lands beneath his will, the warlords to befit.

Consorted by Princess Börte of the Onggirat tribe,
the martial Temujin receives high honors by the clans;
a skillful warrior invades the lands while his young bride,
awaits; for only one predestinated is to be her man.

The chieftain slaughters so his passage through the lands,
invincible his tactics are, and triumphs ascertain,
advance his rule, expand his territorial rights and spoils,
while Börte, granting loyalty, in virtue she ordains.

How valued is the flight of eagles that conducting high, above,
depict trajectories, and soar to vanish where the Gods
embrace the sadness of unanswered prayers and bridal love,
the Royal maid in loneliness, defends against all odds?

So priceless have become their plumes upon the Mongol plains,
where the persistent Northern winds enfold the steppe and ghosts
while Princess Börte serves her solitude, stands tall and reigns,
believing that her Temujin bestows his kind riposte!

" Support him Goddess of the moon when grooming Charon thuds
and sends the clanging of the steel, commanding, the lost souls,
to travel the descending route of coursing loveless blood,
and through the gusting of the winds, transports their saddened calls. "

© 01-20-2014, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Rhyming Iambic heptameter)
 
(Temujin - Genghis Khan)

Monday, February 19, 2018

The sailors stand

The sailors stand

The winds have been their faithful friends
who divvy naught - solely sing
when midnight in the seas suspends
when stares in darkness tend to cling.

Their messages exclaims of mind,
the bluish vastness shroud and berth,
shall tomb in depths and thus enshrined
perchance abide by lands of mirth.

Their ancestors and maids of brines
- sea nymphs of valor and of thorn -
foam ceremonial designs
to host the venturers and mourn.

Cause it is said that three fates weave
with harpsichords alone to play,
upon the bridge of cargo cleave
while ghosts afar the tunes convey.

The sailors stand upon the stern
when nightly stars the dawn bedeck,

the maids of brines on minds discern
fixate on waves their stares and beck.

© 05-18-2015, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Iambic tetrameter)

Tuesday, February 6, 2018

The mist around the boulder

The mist around the boulder (Roxanne of Alexander the Great)

She kept her staring eyes beyond the ridge and orange skylines,
where sun was crowning combs, and writhed the mauve thistles;
it was the time the shadows fell upon the homes and grapevines,
while blue was spreading from the east and winds in branches whistled.

The dark of night embraced her form, espoused her thought and breathing,
how lonesome was the specter of this shortened time and order
when bold the blades of memories returned and beamed unsheathing,
granite became his thought, and hers, the mist around the boulder.

The dark of night embraced him, then, and wraiths, above, surpassed him
across the Acheronian stills where shadowed lifted billows,
contributing armorial vows and her betrothal bracing
of orchard blooms and stalwart deeds among the astral meadows.

© 2015-02-19, Georgios Venetopoulos, All rights reserved
(rhyming Iambic decapentasyllabic)

Saturday, January 13, 2018

upon Longfellow bridge

upon Longfellow bridge

The Autumn leaves shift colors in the breeze
and some, above the land, will travel far
as whisperings inside the woods appease
through nature's flawlessness transmitting mar.

Abundantly the light diffuses fore
the sun deluges neath the distant ridge
and offers the impression we lived yore,
October was, upon Longfellow bridge.

The twilights of the Autumn, so, expand
to hail the stars on Massachusetts towns;
my freshman attitude enfold, unplanned,
while dawning night the street lights casts and crowns.

In darkness, still, the street lights blink before
the night retreats beneath the distant ridge
and offers the impression we lived yore,
October is, upon Longfellow bridge.

© 10-01-2014, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Iambic pentameter)

Saturday, December 9, 2017

Κακά πλάσματα

Κακά πλάσματα

Πού είσθε, λογοτέχνιδες, κι εχάθη η έμπνευσή σας;
Αφήσατε την άμιλλα και τώρα ολιγωρείτε.
Μηκέτι δεν σας άρεσε της Θώμης το παστίτσιο
και κλάψατε στη μοναξιά, μην κάηκε ο κιμάς της;
μήπως τα μακαρόνια της ήταν παραβρασμένα,
γι' αυτό η καρδιά σας σπάραξε κι απ' την πολλή λαχτάρα
τα δάκρυά σας έτρεχαν σαν την βροχή στο τζάμι;

Φαντασματάκια πέταξαν επάνω απ' τα γραπτά σας
κι αφαίρεσαν κοσμητικά κεντίδια και πλουμίδια
Ελύτη απαγγέλλοντας μέσα στα όνειρά σας,
γατούλες νιαουρίζουνε πάνω στα κεραμίδια.

Αρπάχτε τα μολύβια σας και τα τετράδιά σας
και ξεπεράστε τα κακά πλάσματα που σας ζώνουν
φαντασματάκια δεν μπορούν την έμπνευση να πάρουν
εκτός αν θέλετε κι εσείς, χωρίς αυτή να ζείτε.

2017/12/10 © G.V.
(εμπνευσμένο από/βασισμένο στο ποίημα της Θώμης "ΩΣΑΝ ..ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ")

Sunday, November 26, 2017

Παράξενη Κολώνια

Παράξενη Κολώνια

Καράβι βυθισμένο στη σιωπή 10
οι σκιές του δειλινού απλώνονται με βιάση 13
ο ψίθυρος του πέλαγου θέλει να τους περάσει 15
στη διάσταση εκείνων που μισέψαν στην βροχή. 14

Σαν τα παιδιά της γνέφουνε μαζί 10
με τους αέρηδες και της χαμογελάνε, 13
τ' απορημένα μάτια τους ολόγυρα ζητάνε 15
του στοιχειωμένου πέλαγου τον παραμυθατζή. 14

Το πλοίο ψάχνει αυγινή γιορτή, 10
της μηχανής η μουσική στα τρία κάρτα, 13
η χάλκινη πυξίδα δείχνει την πορεία σκάρτα, 15
τ' αμέτρητα ταξίδια τους γυρίζουν στην αρχή. 14

Στά άδεια καλοκαίρια της ψυχής 10
της μοναξιάς τους θα πετούν τα χελιδόνια 13
με μια παράξενη, Τεργέστης, θα περνούν κολώνια, 15
και κει που χάθηκαν δεν θ' αποκρίνεται κανείς. 14

2017/11/27
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός στίχος - έμμετρη γραφή)

Saturday, November 25, 2017

Aυτόματα ρολόγια

Aυτόματα ρολόγια

Οι στίχοι - γκρίζα σύννεφα στη σκέψη της περνούσαν
θαρρείς πως ήταν η βροχή που έγραφε τα λόγια
διαβατικοί αέρηδες στον χρόνο της φυσούσαν
και οι σταγόνες πέφτανε - αυτόματα ρολόγια.

Οι χειμωνιάτικες μορφές, χαμογελώντας γνέφαν
φωτάκια αναβόσβηναν, πολύχρωμα, στους δρόμους,
τα άνθηρα των γερανιών το χρόνο αντιστρέφαν
ή ήταν η συναίσθηση που άργησε τους νόμους;

Μην έγιναν το πέρασμα στη διάσταση του κρύου
ερήμωσε ο δρόμος τους - δεν γύρισε τον χρόνο,
οι μετρικές γραφές - διάκριτο το άρωμα βιβλίου
η μνήμη του βασίλευε σε βροχισμένο θρόνο.

Περνούσε με το θρόισμα του άνεμου στα φύλλα,
και τον θυμόταν Κυριακές που φεύγανε στ' αστέρια,
με του Γενάρη τη βροχή που χόρευε καμπύλα
σαν της φυσούσε ο βοριάς τα απλωμένα χέρια.

2017/11/25
© G. Venetopoulos, All rights reserved

Tuesday, November 21, 2017

Πιο σουρεάλ δεν γίνεται

Πιο σουρεάλ δεν γίνεται

Οι ηθοποιοί χοροπηδούν, διαχρονικά βλαμμένοι
κι αυτός, που, πίσω απ' τον μπερντέ, μιμείται τον καμπούρη
σε ρόλους που απαξιούν φτωχοί κι αδικημένοι,
διορίζει τόνε βολικό κι αγράμματο γκιαούρη.

Ο πρεσβευτής παράτυπης πορείας μες στο χρόνο
ξενόφερτος κι υπόδουλος μιας χρόνιας επαιτείας,
θέλει ν' ανέλθει και αυτός στου φεγγαριού τον θρόνο,
σε ρότα ελεγχόμενη, ντροπής και παρωδίας.

Πιο σουρεάλ δεν γίνεται, το σκριπτ απορριπτέο,
σαράντα χρόνια έμαθε τη γη να εξουσιάζει,
του Καραγκιόζη η συντροφιά χειραγωγεί το ευκταίο,
φροντίζοντας την πάρτη της, αν κι όποτε βραδιάζει.

Βραδιάζει στα μυαλά αυτών που δέχονται κλωτσίδια
στο νου υποδεέστεροι και πάντα βολεμένοι·
τους περ'γελούν οι θεατές σε θλιβερά στασίδια,
στην Γραικυλία των φτωχών, την μισοερειπωμένη.

Καρικατούρες με σινιέ, πανάκριβα κοστούμια
χαμογελάνε δουλικά σ' αλλοδαπούς σκιτζήδες·
"φροντίζοντας" την πρόοδο, σκάβουνε τα λαγούμια
κι η γη απογυμνώνεται σα νάπεσαν ακρίδες.

© 2017/11/21 G. Venetopoulos, all rights reserved
Iambic decapentasyllabic verse

Wednesday, November 15, 2017

Μανούλα μ' φίβγου άπου ιδώ!

Μανούλα μ' φίβγου άπου ιδώ!

- Μανούλα μ' φίβγου άπου ιδώ! Παγαίνου Γιρμανία!
- Μην πας μονάχους γιόκα μο, θα μ' φάει η αγωνία.
Να παρ'ς μαζί σ' τουν σκύλου μας για να σι προυστατεύει
να πάρεις κι του κόνισμα ινός από τ'ς αγίους...

... προτίμα τουν Παΐσιου μι τις καφί παντόφλες
αυτές θα σι βοηθήσουνε τουν δρόμο πίσου νάβρεις
όταν θα πάρ΄ς την Μιρσιντές κι θα την οδηγήσεις
στα καλντιρίμια του χωριού, στουν άδειου καφινέ του...

... κι θα παρκάρ'ς σαν άρχουντας ιμπρός στην ικκλησία
να προσκυνήσεις τους αγιούς κι όλους τους αγγέλους
κι τους προυφήτις ποιητές που είνι βραβευμένοι
γιατί χωρίς να σι γνοιαστούν μιγάλους διν θα γένεις ...

... πως τα καλά αυτά πιδιά, οι Γιρμανοί σι πήραν
σι βάλαν στ' αργοστάσιο, κι κεί σακιά σηκώνεις
μα δεν σι βλέπ'ν οι χωριανοί κι διν νογούν τι κάνεις
πως είσι προοδευτικός κι αργάτης των προυχόντων...

... κι κάποια ημέρα θα σ' ιδούν να κυβιρνάς την χώρα
να ιξουσιάζεις του χουριό για χάρη του αφέντη
που θάχει τότες Γιρμανούς, τους δούλους να προγκάνι
κι οι τσούπρες θα σι θιέλουνι γι' άντρα τους μι στιφάνι...

2017-11-15,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

(Ιαμβικός 15σύλλαβος)


Thursday, November 9, 2017

from slopes to brines

from slopes to brines

She waited on the skyline - bloom and thorn
assortment of their oaths and thoughts, at night
annealed recited entity - vows sworn
- the brave ascended to the Halls of light.

The bullet traveled in the frozen air
companions loved - his stare embraced the ferns
- the laurel and green sage ascribed his fare
his spirit chose the route of flying ernes.

A lantern's flame her thoughts - on peaks beseech,
ornate the winds surpass the granite plate
denounce the corteges and oaths to breach,
her highness steps, adorned demise, third fate.

And in the mists when winds bemoan in pines
their solemn words shall fly from slopes to brines.

© 2014 Georgios Venetopoulos
(English sonnet)

Wednesday, November 1, 2017

Ο χορός

Ο χορός

Ανάπλαση αέρινου κι ιδεατού χορού
η βροχερή ημέρα ζωντανεύει,
φιγούρες εορτάζουνε στο χρόνο και στο νου
όπου η μνήμη πλάθει όσα γυρεύει.

Εκεί θυμάσαι όσα μαζί γιορτάζαμε παντού
ολόδικη αγκαλιά μας ανταμώνει
που γίνεται στον άνεμο υπόσχεση κενού,
πιά δεν θα 'ρθεις – ο άνεμος παγώνει

Αφιερωμένος ο χορός στα σύννεφα, ψηλά
ωδή συγγράφει του καιρού σαν βρέχει·
Της πρωτινής αντάμωσης φοράς τα γιορτινά,
κι είσαι η μνήμη μιας μορφής που απέχει.

Και ο χορός μας λέγεται το τάνγκο του καιρού
στο πέρασμα της Κυριακής που φεύγει
Δεκέμβρη σαν φυσά τις ώρες του μεσημεριού,
ο βρόχινος καιρός φιγούρες στέργει.

Στον άνεμο χορεύουμε, ολόιδια σαν χθες,
γελάς, στροβιλιζόμαστε στο χρόνο,
και σ' ανεβάζω απόλυτα σε ουράνιες τροχιές
καθώς το πεπρωμένο μου ανυψώνω.

Copyright 2006, 2014 G. Venetopoulos
(Ίαμβος 14/11 συλλαβών)

Sunday, October 29, 2017

Του κρύου η λαίδη

Του κρύου η λαίδη

Οι σκιές του δειλινού ευθυγραμμίζονταν μ' ακρίβεια,
αιθέρινοι οι ορίζοντες οδήγησαν το πλοίο,
φαντάσματα οι ναύτες – ξεφτισμένα τα σωσίβια,
υδάτινα τα τείχη στης Στυγός το αντηχείο.

Μας έκοβε ο βοριάς· χιονιάς της θάλασσας - μαχαίρι,
βοές τα πελαγίσια του μηνύματα - θρηνούσε,
με μουσική απόκοσμη μεγάλου λαουτιέρη,
νυμφεύονταν με τα στοιχειά και τότε σιωπούσε.

Του καραβιού προσπάθαγε ο καπνός μεσ' στο σκοτάδι
να φτάσει στα απόμακρα και θολωτά ουράνια,
θυσία ήταν στους θεούς που ζούσανε στον Άδη,
σ' ομίχλες μεγαλόπρεπες, βασίλεια ωκεάνια.

Τα φώτα αφανίστηκαν, τα σκόρπισε η νύχτα,
ενώ η κόρνα μοναχή στην πρύμνη του ηχούσε·
καθώς φυσούσε ο άνεμος, καλνούσε και αλύχτα.
το πλοίο με περίμενε· για μένα ξαγρυπνούσε.

Δριμύ το κρύο ήτανε, γιά πρόσκληση θανάτου;
Γενάρη ρίξαμε άγκυρα, στα ανοιχτά, αρόδου,
η μπάντα των πνευμάτων του αέρινου φουσάτου,
ταξίδευε στο πέρασμα ιδεατής εξόδου.

Τον αρραβώνα μας, κυρές, στροβίλιζαν στα χιόνια,
απόκοσμα εγγράφοντας την μουσική εντός μου,
του κρύου η λαίδη μίλησε στα δεκαοχτώ μου χρόνια
και άγγιξε τα μάτια μου στα πέρατα του κόσμου.

2017/10/30 © G. Venetopoulos, All rights reserved

Sunday, October 8, 2017

Celebration day

Celebration day

The sea birds sat upon the wharf,
our dusky friends have been the shades
and the transmittance of our days,
is floating on the ocean surf.

How beautifully words gather
in solitude to build her form,
rose petals wreath inside the storm,
- was I her soul's ideal lover?

As soon as bells of Sundays ring
decode designs on ancient loom,
what students in their course assume,
geometry on blackboard clings.

How Oxford blue the harbor is,
befogged the town's  horizon hides,
fair constellation - unknown brides,
Athena's blest, my soul's aegis?

The sea birds sat upon the moors,
and waves explode to windward foams,
the tiding in my glancing roams,
meanwhile withdraws to verse detours.

Along the aural sceptre of morn,
(Soft and inspiring silence is!) ,
across the exploding water's bliss,
as soon as windy oaths are sworn...

... maybe if we reasoned with gods,
they'd recreate our school years' play,
revive our celebration day,
on peaks where versifying molds.

And if we smiled at the wharf's sorrow,
wraiths shall return and join in mists,
amid new rhymes and palms kissed,
our celebration of tomorrow.

© 2013/01/22 G. Venetopoulos, All Rights Reserve
(Iambic tetrameter)

Saturday, September 30, 2017

Του κρύου η λαίδη

Του κρύου η λαίδη

Οι σκιές του δειλινού ευθυγραμμίζονταν μ' ακρίβεια,
αιθέρινοι οι ορίζοντες οδήγησαν το πλοίο,
φαντάσματα οι ναύτες – ξεφτισμένα τα σωσίβια,
υδάτινα τα τείχη στης Στυγός το αντηχείο.

Μας έκοβε ο βοριάς· χιονιάς της θάλασσας, μαχαίρι,
βοές τα πελαγίσια του μηνύματα, αλυχτούσε,
με μουσική παράξενη μεγάλου λαουτιέρη,
νυμφεύονταν με τα στοιχειά κι απόκοσμα βοούσε.

Του καραβιού ανέβαιν' ο καπνός μεσ' στο σκοτάδι
να φτάσει στα απόμακρα και θολωτά ουράνια,
θυσία ήταν στους θεούς που ζούσανε στον Άδη,
σε βένθη μεγαλόπρεπα, βασίλεια ωκεάνια.

Τα πνέματ' αφανίστηκαν, τα σκόρπισε τη νύχτα,
ενώ η κόρνα μοναχή στην πρύμνη του ηχούσε,
καθώς φυσούσε ο άνεμος, καλνούσε και αλύχτα
το πλοίο με περίμενε· για μένα ξαγρυπνούσε.

To παγωμένο κάλεσμα με τράβηξε στα χιόνια,
το πεπρωμένο μου, θαρρώ, διαβάζοντας εντός μου,
του κρύου η λαίδη άγγιξε τα εiκοσιδυό μου χρόνια
και φίλησε τα μάτια μου στα πέρατα του κόσμου.

2017/09/28
© G. Venetopoulos, All rights reserved

Saturday, September 16, 2017

Τουνταίη, Θπύρο



Τουνταίη, Θπύρο

Τουνταίη, Θπύρο, ήσουν πάλι φοβερός!
το ακριβό σου μαύρισμα, απόδειξη της χλίδας·
τα κορκοδείλια κλαίνε γοερώς
κι απ' την βολή σ' ακούγεται το βέλασμα της γίδας.

Δε ση-σορς, Θπύρο, γέμισαν μαζούτ·
(-Μαυρίλα τοξική, μαντάμ, μην κάνετε γαργάρες)
θαρρείς τ' ατύχημα συνέβη εξεπιτούτ'
από των επενγδύσεων, τις τόσες κουφαμάρες.

Δεν είδα, Θπύρο, να κρατάς σκαπανικά,
με τσάπες, φτυάρια, να βοηθάς στην παραλία,
μα βγήκες στο γυαλί, αναμορφωτικά
για την πατρίδα νοιώθοντας βαθιά μελαγχολία.

Θα είχαμε σωθεί ακούγοντας τιβί,
(αναμασώντας κριτικές σάν μαγνητοφωνάκια),
αν αντιδρούσαμε χωρίς χρονοτριβή
κι όλοι ρουφούσαμε μαζούτ κρατώντας καλαμάκια.

© 09-16-2017, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός εξάμετρος/ Ιαμβικός 15σύλλαβος)


Monday, September 11, 2017

Charlotte Russe

Charlotte Russe

The rain accompanied the thunder's noise,
the falling drops were pelting on his head,
his bomber jacket, manly scent and poise
foresaw her spikes and heard their tread.

Her stumbling footsteps were quick and grace'd;
- oh, sightly maid, the drops caressing, wet,
he smiles, she smiles, so rarified and laced,
her acrobatic charm and walking fret.

Her geodesic lines enthrall his brain;
divine her curves must be explored and felt,
his tips will tangle in her moistened mane,
discover her perfume and garter belt!

Athletic is his run upon the quay,
as lightning strikes around the wrath of Zeus,
he throws in style his rendezvous bouquet,
her manicured fingers yearn to catch!

A flash demolishes the rose bouquet,
another strikes upon his buckle's brass;
resembling Nureyev at ballet
with Dame Fonteyn he proves his dancing class!

She joins his dance neath the October rain;
thus, he enjoys her lustful flames and cries,
uncorking the Dom Perignon champagne,
receives a flash upon his manly prize.

Embraced they dance below the rain and kiss
mille-feuille creamed her fingertips will fuss
to tease his buds, while deponent his lips
descend to slowly taste her 'Charlotte Russe'.

© 2013/11/24, All Rights Reserved
(humorous-erotic-light-poetry, Iambic pentameter)

Charlotte Russe:
http://www.thebossykitchen.com/charlotte-russe-cake-classic-european-recipe/

Saturday, September 2, 2017

The sea-waves touch

The sea-waves touch

The sea-waves touch your open palms,
along the shore, the waters lead
when stormy sea, henceforth, becalms
and tide engulfs what skies forbid.

When solemn eyes their oaths avow
and roses beckon on your dream,
reach out and find his drifting prow
aboard the trip's perpetual stream.

Cause thoughts, like boats, contrive amiss;
for those who lived in old realms,
eternal love's confession is,
the touch of sea, upon the palms.

Perchance the mistral glances pledge
as drifting made the skylines' edge.

2013/12/19
© Georgios Venetopoulos All rights reserved
(Iambic tetrameter)

Sunday, July 9, 2017

πλαστικά χτένια

πλαστικά χτένια
(για το διαγωνισμό "Τα μάτια")

Τα μάτια έγιναν του σκοταδιού στολίδια
καθώς η νύχτα έφευγε, τις μνήμες να καλύψει,
γιρλάντες του Μαγιού με άνθια και πλουμίδια
και ξέφτια από την ίδια, χθεσινή τους θλίψη.

Δυαδικές γραμμές, τροχιές και μονοπάτια
μακρύ ταξίδι του παλιού σιδηροδρόμου
κανείς δεν λογαριάζει πια να βρει παλάτια
αφού ξεφύγαν απ' τα όρια του κόσμου.

Το βλέμμα της τον καρτεράει να γυρίσει
μηκέτι που ξεχάστηκε η νύχτα στο λιμάνι
θαρρείς η Άβυσσος, απόψε, έχει ανθίσει
για όποιονα στη εξορία έχει πεθάνει.

Στο αιθέριο γαλάζιο περιμένει οικογένεια
στα δυτικά προάστεια κλειστά πατζούρια
μια κόρη με τα πλαστικά της χτένια
και κάποιοι φίλοι που κοιμούνται στα μνημούρια.

2017/07/08
© G. Venetopoulos All rights reserved
(13 syllables Iambic verse)