Saturday, September 30, 2017

Του κρύου η λαίδη

Του κρύου η λαίδη

Οι σκιές του δειλινού ευθυγραμμίζονταν μ' ακρίβεια,
αιθέρινοι οι ορίζοντες οδήγησαν το πλοίο,
φαντάσματα οι ναύτες – ξεφτισμένα τα σωσίβια,
υδάτινα τα τείχη στης Στυγός το αντηχείο.

Μας έκοβε ο βοριάς· χιονιάς της θάλασσας, μαχαίρι,
βοές τα πελαγίσια του μηνύματα, αλυχτούσε,
με μουσική παράξενη μεγάλου λαουτιέρη,
νυμφεύονταν με τα στοιχειά κι απόκοσμα βοούσε.

Του καραβιού ανέβαιν' ο καπνός μεσ' στο σκοτάδι
να φτάσει στα απόμακρα και θολωτά ουράνια,
θυσία ήταν στους θεούς που ζούσανε στον Άδη,
σε βένθη μεγαλόπρεπα, βασίλεια ωκεάνια.

Τα πνέματ' αφανίστηκαν, τα σκόρπισε τη νύχτα,
ενώ η κόρνα μοναχή στην πρύμνη του ηχούσε,
καθώς φυσούσε ο άνεμος, καλνούσε και αλύχτα
το πλοίο με περίμενε· για μένα ξαγρυπνούσε.

To παγωμένο κάλεσμα με τράβηξε στα χιόνια,
το πεπρωμένο μου, θαρρώ, διαβάζοντας εντός μου,
του κρύου η λαίδη άγγιξε τα εiκοσιδυό μου χρόνια
και φίλησε τα μάτια μου στα πέρατα του κόσμου.

2017/09/28
© G. Venetopoulos, All rights reserved