Thursday, June 30, 2016

1953

1953

Περήφανος θα πρέπει νάν' ο ράφτης
που έρραψε το κασμηρένιο σου κοστούμι,
από αυτοπεποίθηση αστράφτεις,
κερένιες κούκλες τρών φασόλια-νεροζούμι.

Οι Έρουλοι χρειάζονται βοήθεια·
αυτά που χρώσταγαν (και άλλα) θα χαρίσεις
του εμφύλιου, της πείνας την αήθεια
κι αποζημιώσεις που ποτέ δεν θα ζητήσεις.

Κορίτσια-σκιές, ακτινογραφημένες,
δεν σε κοιτάνε, το σουξέ σου μη βασκάνουν·
μικρές, φτωχές κι αγγελοκαμωμένες,
πώς θα σταυρώσουν τα χεράκια να πεθάνουν;

2016-07-01,
© G. Venetopoulos, All rights reserved

(Iambic 11/13syllable verse)

Tuesday, June 28, 2016

Ταξιάρχης

Ταξιάρχης

Ηφαίστεια βραχοσειρά, φτιαγμένη από βασάλτη,
τα κύματα την σμίλευαν εκατομμύρια χρόνια,
στοιχειά την εκατοικήσαν, οι βάρκες δε ζυγώνουν
ενώ στον άνεμο βοούν απόκοσμα τελώνια.

Στο γκρίζο φως της θάλασσας, στον ήχο του κυμάτου,
στη μέτρηση των πλεύσεων με το ανεμολόγιο,
η κόρη τον συνάντησε στη Σκάλα, στο Καρνάγιο,
στον Ταξιάρχη ευχήθηκε καλό του κατευόδιο.

Γερό, καλόχτιστο σκαρί ο Ταξιάρχης φεύγει,
κανείς δεν έχασε οργιά κανείς δεν θα κερδίσει
του ήλιου το χρυσόνημα που αρχόντισσες κεντάνε,
μα χάραζ' η καρίνα του ταξίδι για την Δύση.

Ντυμένη στα νησιώτικα εστέκουνταν στο βράχο,
της περηφάνειας φλάμπουρο της ομορφιάς γιορντάνι,
τ' αερικά επήραντη από το ακροβούνι,
τον Ταξιάρχη πρόφτασε στης Δύσης το λιμάνι.

2016-06-28,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/

(Iambic decapentasyllabic verse)

Friday, June 17, 2016

Οι λάμπες καραβάνι

Οι λάμπες καραβάνι


Η αύρα τον προσκάλεσε στο κέντημα του εβένου,
αθόρυβα, στα πιο βαθιά, περνούσ' η πλοηγίδα,
τ' απόνερα του φορτηγού, στον μόλο του πνιγμένου
ξεσπούσανε και ο αφρός μπροστά του αναπήδα.

Κι οι δυό, τόσο παράξενα, τραβούσαν για τα χάη,
φωνές νυμφών της θάλασσας στα κύματα πετούσαν,
τον ναυτικό συντρόφευαν για χρόνια στα πελάη
σ' ομίχλες κι άγνωρες ακτές, απ' όπου τον καλούσαν.

Το σύννεφο προχώραγε, της νύχτας αντιπροίκι,
αχνό σαν καντιοζάχαρη, της μάγισσας υφάδι,
τ' αέρι εκδρομή του νου κι η βάρκα βασιλίκι,
η πλοηγίδα έστέλνε σινιάλα στο σκοτάδι.

Θαλάσσιας αύρας άρωμα πλανιόταν στο λιμάνι,
φωλιάζοντας στην σκέψη του μετέτρεπε το δρόμο
σε σκιάσεις και φεγγίσματα, οι λάμπες καραβάνι
απείριζαν στο φέγγος τους της άβυσσου το νόμο.

2016-06-18,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/

Sunday, June 12, 2016

Το πηγάδι

Το πηγάδι

Τρεις στρατοκόποι έψαχναν για το μεγάλο δρόμο
για τ' άβυθο πηγάδι των ονείρων και του νου τους
αγάλι βούλιαζε το φως, και τ' αναμμέν' αστέρια
λαμπύρισαν χαρούμενα στ' απέραντα ουράνια.

Περπάταγαν. Ο πελαργός, ο κόκορας κι ο λύκος
δραπέτευαν για πάντα πια, από τ' ανθρωπολόι
φλογίτσες τ' άστρα έλαμπαν μα δεν είχαν φωτίσει
την άμετρη και μελανή, του θόλου απειροσύνη.

Ο πελαργός γεωμετρεί κι ο κόκορας μετράει
μυριάδες τ' άστρα! Η θάλασσα, στην αμμουδιά θροίζει
κι ο ουρανός στο τέλος του μεγάλου ταξιδιού τους,
τις θύρες των Βυζαντινών αρχοντικών ανοίγει.

Ο λύκος αλυχτά στο φως των αστεριών που λάμπουν
για τα παιδιά που διάλεξαν στην δύση να μπαρκάρουν
για τις γενιές του μισεμού που σαν τα στάχυα γνέφουν,
για όσους έχτισαν ψηλά παλάτια και χαθήκαν.

Στο άβυθο πηγάδι αυτό, πριν οκτακόσια χρόνια
Βυζαντινές πριγκίπισσες της Αυτοκρατορίας,
καθρέφτιζαν την ομορφιά και την αξιοσύνη
της καθαρόαιμης γενιάς των άρισιων Ελλήνων.

Και είχανε να λένε πως, διαλέγανε για ταίρια
τους ήρωες που φύλαγαν τα σύνορα με θάρρος
Ακρίτες σαν τον Διγενή, γιατί μ' αυτούς μονάχα
γενιές ηρώων έπλαθαν και δόξαζαν την χώρα.

Ο λύκος όλα τάξερε, γιατί τις νύχτες βγαίνουν
ψυχές αθάνατες που ζούν στα τρίσβαθα του χρόνου:
Βυζαντινές πριγκίπισσες κι Ακρίτες των συνόρων,
κι αλλάζουν όρκους ιερούς, στο άβυθο πηγάδι.

2016-06-12,
© G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)