Saturday, December 30, 2017

Eccentric eyes - Έμμετρος υπερρεαλισμός - Συμβολική ποίηση

Eccentric eyes

He felt her molding in his mind with sorcery and guise;
the gorgeous and deceptive maid, out of his poems leapt
confusion causing in his thoughts, her almond eyes of vice
theatrical eccentric play, and Shakespearean script.

Enchanting her Medusa comb with serpents was becrowned,
two wolfish fangs protruded when her dismal glance she gleamed
her howling lifted in the air as sharp as ultrasound,
abruptly, thus, out of his eyes, eccentric feelings streamed.

In order to enchant the maid, he started dancing jazz
he wore a Capri pair of pants and tangerine T- shirt
behind his ear a daisy bore, with splendor and pizzazz,
his smile allowed three golden teeth to shine virile and pert.

Eccentric was his dance for her, outside the discotheque
with eyes that squinted humorous, he whirled por amor,
the serpents twisted happily and hissed to bedeck
the Saturday performance of his sandals on the floor.

Delighted was her evilness, the snakes their eyes becrossed
because his eccentricity prevailed in logic since
his golden teeth the creatures stunned, ensorcelled and embossed,
and in the maiden's frozen heart, he was transformed to Prince.

© 2014-10-06, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Iambic heptameter - Ιαμβικός επτάμετρος/ δεκατετρασύλλαβος - Έμμετρος υπερρεαλισμός - Συμβολική ποίηση)

Ένας Ιαμβικός 14σύλλαβος/ επτάμετρος, αποδίδει την χιουμοριστική ιστορία/ περιπέτεια φαντασίας ενός ποιητή ο οποίος βλέποντας σε όραμα την μυθική  Μέδουσα, αρχίζει να χορεύει γύρω της τζαζ. Η Μέδουσα, γοητευμένη από την ερμηνεία του χορευτή-ποιητή (την ατημέλητη εμφάνισή του και τα τρία, γυαλιστερά, χρυσά δόντια του), νοιώθει την ζεστασιά της αγάπης να αγγίζει την παγωμένη ως τότε καρδιά της και για να ανταμείψει τον ερωτευμένο καλλιτέχνη της, τον μετατρέπει σε Πρίγκηπα. Θα ήθελα, όσοι ξέρετε Αγγλικά, να διαβάσετε το ποίημα και να κατανοήσετε την δική μου διάσταση του υπερ-ρεαλισμού, η οποία στηρίζεται σε πλέον της λογικής 'ρεαλιστικά' γεγονότα στην ιστορία που πλάθεται στο ποίημα από τον συγγραφέα/ ποιητή/ δημιουργό δημιουργώντας μια ελκυστική ερμηνεία, η οποία προκαλεί χαμόγελα μέσα από την γοητεία του ΥΠΕΡ - ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΥ - ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΥ αυτού στυλ ποίησης όπως εμφανίζεται στην εξιδανικευμένη του μορφή: Σωστή έμμετρη γραφή, στις διαστάσεις της λογικής και του παραμυθιού.

Saturday, December 9, 2017

Κακά πλάσματα

Κακά πλάσματα

Πού είσθε, λογοτέχνιδες, κι εχάθη η έμπνευσή σας;
Αφήσατε την άμιλλα και τώρα ολιγωρείτε.
Μηκέτι δεν σας άρεσε της Θώμης το παστίτσιο
και κλάψατε στη μοναξιά, μην κάηκε ο κιμάς της;
μήπως τα μακαρόνια της ήταν παραβρασμένα,
γι' αυτό η καρδιά σας σπάραξε κι απ' την πολλή λαχτάρα
τα δάκρυά σας έτρεχαν σαν την βροχή στο τζάμι;

Φαντασματάκια πέταξαν επάνω απ' τα γραπτά σας
κι αφαίρεσαν κοσμητικά κεντίδια και πλουμίδια
Ελύτη απαγγέλλοντας μέσα στα όνειρά σας,
γατούλες νιαουρίζουνε πάνω στα κεραμίδια.

Αρπάχτε τα μολύβια σας και τα τετράδιά σας
και ξεπεράστε τα κακά πλάσματα που σας ζώνουν
φαντασματάκια δεν μπορούν την έμπνευση να πάρουν
εκτός αν θέλετε κι εσείς, χωρίς αυτή να ζείτε.

2017/12/10 © G.V.
(εμπνευσμένο από/βασισμένο στο ποίημα της Θώμης "ΩΣΑΝ ..ΠΑΣΤΙΤΣΙΟ")

Sunday, November 26, 2017

Παράξενη Κολώνια

Παράξενη Κολώνια

Καράβι βυθισμένο στη σιωπή 10
οι σκιές του δειλινού απλώνονται με βιάση 13
ο ψίθυρος του πέλαγου θέλει να τους περάσει 15
στη διάσταση εκείνων που μισέψαν στην βροχή. 14

Σαν τα παιδιά της γνέφουνε μαζί 10
με τους αέρηδες και της χαμογελάνε, 13
τ' απορημένα μάτια τους ολόγυρα ζητάνε 15
του στοιχειωμένου πέλαγου τον παραμυθατζή. 14

Το πλοίο ψάχνει αυγινή γιορτή, 10
της μηχανής η μουσική στα τρία κάρτα, 13
η χάλκινη πυξίδα δείχνει την πορεία σκάρτα, 15
τ' αμέτρητα ταξίδια τους γυρίζουν στην αρχή. 14

Στά άδεια καλοκαίρια της ψυχής 10
της μοναξιάς τους θα πετούν τα χελιδόνια 13
με μια παράξενη, Τεργέστης, θα περνούν κολώνια, 15
και κει που χάθηκαν δεν θ' αποκρίνεται κανείς. 14

2017/11/27
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός στίχος - έμμετρη γραφή)

Saturday, November 25, 2017

Aυτόματα ρολόγια

Aυτόματα ρολόγια

Οι στίχοι - γκρίζα σύννεφα στη σκέψη της περνούσαν
θαρρείς πως ήταν η βροχή που έγραφε τα λόγια
διαβατικοί αέρηδες στον χρόνο της φυσούσαν
και οι σταγόνες πέφτανε - αυτόματα ρολόγια.

Οι χειμωνιάτικες μορφές, χαμογελώντας γνέφαν
φωτάκια αναβόσβηναν, πολύχρωμα, στους δρόμους,
τα άνθηρα των γερανιών το χρόνο αντιστρέφαν
ή ήταν η συναίσθηση που άργησε τους νόμους;

Μην έγιναν το πέρασμα στη διάσταση του κρύου
ερήμωσε ο δρόμος τους - δεν γύρισε τον χρόνο,
οι μετρικές γραφές - διάκριτο το άρωμα βιβλίου
η μνήμη του βασίλευε σε βροχισμένο θρόνο.

Περνούσε με το θρόισμα του άνεμου στα φύλλα,
και τον θυμόταν Κυριακές που φεύγανε στ' αστέρια,
με του Γενάρη τη βροχή που χόρευε καμπύλα
σαν της φυσούσε ο βοριάς τα απλωμένα χέρια.

2017/11/25
© G. Venetopoulos, All rights reserved

Tuesday, November 21, 2017

Πιο σουρεάλ δεν γίνεται

Πιο σουρεάλ δεν γίνεται

Οι ηθοποιοί χοροπηδούν, διαχρονικά βλαμμένοι
κι αυτός, που, πίσω απ' τον μπερντέ, μιμείται τον καμπούρη
σε ρόλους που απαξιούν φτωχοί κι αδικημένοι,
διορίζει τόνε βολικό κι αγράμματο γκιαούρη.

Ο πρεσβευτής παράτυπης πορείας μες στο χρόνο
ξενόφερτος κι υπόδουλος μιας χρόνιας επαιτείας,
θέλει ν' ανέλθει και αυτός στου φεγγαριού τον θρόνο,
σε ρότα ελεγχόμενη, ντροπής και παρωδίας.

Πιο σουρεάλ δεν γίνεται, το σκριπτ απορριπτέο,
σαράντα χρόνια έμαθε τη γη να εξουσιάζει,
του Καραγκιόζη η συντροφιά χειραγωγεί το ευκταίο,
φροντίζοντας την πάρτη της, αν κι όποτε βραδιάζει.

Βραδιάζει στα μυαλά αυτών που δέχονται κλωτσίδια
στο νου υποδεέστεροι και πάντα βολεμένοι·
τους περ'γελούν οι θεατές σε θλιβερά στασίδια,
στην Γραικυλία των φτωχών, την μισοερειπωμένη.

Καρικατούρες με σινιέ, πανάκριβα κοστούμια
χαμογελάνε δουλικά σ' αλλοδαπούς σκιτζήδες·
"φροντίζοντας" την πρόοδο, σκάβουνε τα λαγούμια
κι η γη απογυμνώνεται σα νάπεσαν ακρίδες.

© 2017/11/21 G. Venetopoulos, all rights reserved
Iambic decapentasyllabic verse

Wednesday, November 15, 2017

Μανούλα μ' φίβγου άπου ιδώ!

Μανούλα μ' φίβγου άπου ιδώ!

- Μανούλα μ' φίβγου άπου ιδώ! Παγαίνου Γιρμανία!
- Μην πας μονάχους γιόκα μο, θα μ' φάει η αγωνία.
Να παρ'ς μαζί σ' τουν σκύλου μας για να σι προυστατεύει
να πάρεις κι του κόνισμα ινός από τ'ς αγίους...

... προτίμα τουν Παΐσιου μι τις καφί παντόφλες
αυτές θα σι βοηθήσουνε τουν δρόμο πίσου νάβρεις
όταν θα πάρ΄ς την Μιρσιντές κι θα την οδηγήσεις
στα καλντιρίμια του χωριού, στουν άδειου καφινέ του...

... κι θα παρκάρ'ς σαν άρχουντας ιμπρός στην ικκλησία
να προσκυνήσεις τους αγιούς κι όλους τους αγγέλους
κι τους προυφήτις ποιητές που είνι βραβευμένοι
γιατί χωρίς να σι γνοιαστούν μιγάλους διν θα γένεις ...

... πως τα καλά αυτά πιδιά, οι Γιρμανοί σι πήραν
σι βάλαν στ' αργοστάσιο, κι κεί σακιά σηκώνεις
μα δεν σι βλέπ'ν οι χωριανοί κι διν νογούν τι κάνεις
πως είσι προοδευτικός κι αργάτης των προυχόντων...

... κι κάποια ημέρα θα σ' ιδούν να κυβιρνάς την χώρα
να ιξουσιάζεις του χουριό για χάρη του αφέντη
που θάχει τότες Γιρμανούς, τους δούλους να προγκάνι
κι οι τσούπρες θα σι θιέλουνι γι' άντρα τους μι στιφάνι...

2017-11-15,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

(Ιαμβικός 15σύλλαβος)


Thursday, November 9, 2017

from slopes to brines

from slopes to brines

She waited on the skyline - bloom and thorn
assortment of their oaths and thoughts, at night
annealed recited entity - vows sworn
- the brave ascended to the Halls of light.

The bullet traveled in the frozen air
companions loved - his stare embraced the ferns
- the laurel and green sage ascribed his fare
his spirit chose the route of flying ernes.

A lantern's flame her thoughts - on peaks beseech,
ornate the winds surpass the granite plate
denounce the corteges and oaths to breach,
her highness steps, adorned demise, third fate.

And in the mists when winds bemoan in pines
their solemn words shall fly from slopes to brines.

© 2014 Georgios Venetopoulos
(English sonnet)

Wednesday, November 1, 2017

Ο χορός

Ο χορός

Ανάπλαση αέρινου κι ιδεατού χορού
η βροχερή ημέρα ζωντανεύει,
φιγούρες εορτάζουνε στο χρόνο και στο νου
όπου η μνήμη πλάθει όσα γυρεύει.

Εκεί θυμάσαι όσα μαζί γιορτάζαμε παντού
ολόδικη αγκαλιά μας ανταμώνει
που γίνεται στον άνεμο υπόσχεση κενού,
πιά δεν θα 'ρθεις – ο άνεμος παγώνει

Αφιερωμένος ο χορός στα σύννεφα, ψηλά
ωδή συγγράφει του καιρού σαν βρέχει·
Της πρωτινής αντάμωσης φοράς τα γιορτινά,
κι είσαι η μνήμη μιας μορφής που απέχει.

Και ο χορός μας λέγεται το τάνγκο του καιρού
στο πέρασμα της Κυριακής που φεύγει
Δεκέμβρη σαν φυσά τις ώρες του μεσημεριού,
ο βρόχινος καιρός φιγούρες στέργει.

Στον άνεμο χορεύουμε, ολόιδια σαν χθες,
γελάς, στροβιλιζόμαστε στο χρόνο,
και σ' ανεβάζω απόλυτα σε ουράνιες τροχιές
καθώς το πεπρωμένο μου ανυψώνω.

Copyright 2006, 2014 G. Venetopoulos
(Ίαμβος 14/11 συλλαβών)

Sunday, October 29, 2017

Του κρύου η λαίδη

Του κρύου η λαίδη

Οι σκιές του δειλινού ευθυγραμμίζονταν μ' ακρίβεια,
αιθέρινοι οι ορίζοντες οδήγησαν το πλοίο,
φαντάσματα οι ναύτες – ξεφτισμένα τα σωσίβια,
υδάτινα τα τείχη στης Στυγός το αντηχείο.

Μας έκοβε ο βοριάς· χιονιάς της θάλασσας - μαχαίρι,
βοές τα πελαγίσια του μηνύματα - θρηνούσε,
με μουσική απόκοσμη μεγάλου λαουτιέρη,
νυμφεύονταν με τα στοιχειά και τότε σιωπούσε.

Του καραβιού προσπάθαγε ο καπνός μεσ' στο σκοτάδι
να φτάσει στα απόμακρα και θολωτά ουράνια,
θυσία ήταν στους θεούς που ζούσανε στον Άδη,
σ' ομίχλες μεγαλόπρεπες, βασίλεια ωκεάνια.

Τα φώτα αφανίστηκαν, τα σκόρπισε η νύχτα,
ενώ η κόρνα μοναχή στην πρύμνη του ηχούσε·
καθώς φυσούσε ο άνεμος, καλνούσε και αλύχτα.
το πλοίο με περίμενε· για μένα ξαγρυπνούσε.

Δριμύ το κρύο ήτανε, γιά πρόσκληση θανάτου;
Γενάρη ρίξαμε άγκυρα, στα ανοιχτά, αρόδου,
η μπάντα των πνευμάτων του αέρινου φουσάτου,
ταξίδευε στο πέρασμα ιδεατής εξόδου.

Τον αρραβώνα μας, κυρές, στροβίλιζαν στα χιόνια,
απόκοσμα εγγράφοντας την μουσική εντός μου,
του κρύου η λαίδη μίλησε στα δεκαοχτώ μου χρόνια
και άγγιξε τα μάτια μου στα πέρατα του κόσμου.

2017/10/30 © G. Venetopoulos, All rights reserved

Sunday, October 8, 2017

Celebration day

Celebration day

The sea birds sat upon the wharf,
our dusky friends have been the shades
and the transmittance of our days,
is floating on the ocean surf.

How beautifully words gather
in solitude to build her form,
rose petals wreath inside the storm,
- was I her soul's ideal lover?

As soon as bells of Sundays ring
decode designs on ancient loom,
what students in their course assume,
geometry on blackboard clings.

How Oxford blue the harbor is,
befogged the town's  horizon hides,
fair constellation - unknown brides,
Athena's blest, my soul's aegis?

The sea birds sat upon the moors,
and waves explode to windward foams,
the tiding in my glancing roams,
meanwhile withdraws to verse detours.

Along the aural sceptre of morn,
(Soft and inspiring silence is!) ,
across the exploding water's bliss,
as soon as windy oaths are sworn...

... maybe if we reasoned with gods,
they'd recreate our school years' play,
revive our celebration day,
on peaks where versifying molds.

And if we smiled at the wharf's sorrow,
wraiths shall return and join in mists,
amid new rhymes and palms kissed,
our celebration of tomorrow.

© 2013/01/22 G. Venetopoulos, All Rights Reserve
(Iambic tetrameter)

Saturday, September 30, 2017

Του κρύου η λαίδη

Του κρύου η λαίδη

Οι σκιές του δειλινού ευθυγραμμίζονταν μ' ακρίβεια,
αιθέρινοι οι ορίζοντες οδήγησαν το πλοίο,
φαντάσματα οι ναύτες – ξεφτισμένα τα σωσίβια,
υδάτινα τα τείχη στης Στυγός το αντηχείο.

Μας έκοβε ο βοριάς· χιονιάς της θάλασσας, μαχαίρι,
βοές τα πελαγίσια του μηνύματα, αλυχτούσε,
με μουσική παράξενη μεγάλου λαουτιέρη,
νυμφεύονταν με τα στοιχειά κι απόκοσμα βοούσε.

Του καραβιού ανέβαιν' ο καπνός μεσ' στο σκοτάδι
να φτάσει στα απόμακρα και θολωτά ουράνια,
θυσία ήταν στους θεούς που ζούσανε στον Άδη,
σε βένθη μεγαλόπρεπα, βασίλεια ωκεάνια.

Τα πνέματ' αφανίστηκαν, τα σκόρπισε τη νύχτα,
ενώ η κόρνα μοναχή στην πρύμνη του ηχούσε,
καθώς φυσούσε ο άνεμος, καλνούσε και αλύχτα
το πλοίο με περίμενε· για μένα ξαγρυπνούσε.

To παγωμένο κάλεσμα με τράβηξε στα χιόνια,
το πεπρωμένο μου, θαρρώ, διαβάζοντας εντός μου,
του κρύου η λαίδη άγγιξε τα εiκοσιδυό μου χρόνια
και φίλησε τα μάτια μου στα πέρατα του κόσμου.

2017/09/28
© G. Venetopoulos, All rights reserved

Saturday, September 16, 2017

Τουνταίη, Θπύρο



Τουνταίη, Θπύρο

Τουνταίη, Θπύρο, ήσουν πάλι φοβερός!
το ακριβό σου μαύρισμα, απόδειξη της χλίδας·
τα κορκοδείλια κλαίνε γοερώς
κι απ' την βολή σ' ακούγεται το βέλασμα της γίδας.

Δε ση-σορς, Θπύρο, γέμισαν μαζούτ·
(-Μαυρίλα τοξική, μαντάμ, μην κάνετε γαργάρες)
θαρρείς τ' ατύχημα συνέβη εξεπιτούτ'
από των επενγδύσεων, τις τόσες κουφαμάρες.

Δεν είδα, Θπύρο, να κρατάς σκαπανικά,
με τσάπες, φτυάρια, να βοηθάς στην παραλία,
μα βγήκες στο γυαλί, αναμορφωτικά
για την πατρίδα νοιώθοντας βαθιά μελαγχολία.

Θα είχαμε σωθεί ακούγοντας τιβί,
(αναμασώντας κριτικές σάν μαγνητοφωνάκια),
αν αντιδρούσαμε χωρίς χρονοτριβή
κι όλοι ρουφούσαμε μαζούτ κρατώντας καλαμάκια.

© 09-16-2017, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός εξάμετρος/ Ιαμβικός 15σύλλαβος)


Monday, September 11, 2017

Charlotte Russe

Charlotte Russe

The rain accompanied the thunder's noise,
the falling drops were pelting on his head,
his bomber jacket, manly scent and poise
foresaw her spikes and heard their tread.

Her stumbling footsteps were quick and grace'd;
- oh, sightly maid, the drops caressing, wet,
he smiles, she smiles, so rarified and laced,
her acrobatic charm and walking fret.

Her geodesic lines enthrall his brain;
divine her curves must be explored and felt,
his tips will tangle in her moistened mane,
discover her perfume and garter belt!

Athletic is his run upon the quay,
as lightning strikes around the wrath of Zeus,
he throws in style his rendezvous bouquet,
her manicured fingers yearn to catch!

A flash demolishes the rose bouquet,
another strikes upon his buckle's brass;
resembling Nureyev at ballet
with Dame Fonteyn he proves his dancing class!

She joins his dance neath the October rain;
thus, he enjoys her lustful flames and cries,
uncorking the Dom Perignon champagne,
receives a flash upon his manly prize.

Embraced they dance below the rain and kiss
mille-feuille creamed her fingertips will fuss
to tease his buds, while deponent his lips
descend to slowly taste her 'Charlotte Russe'.

© 2013/11/24, All Rights Reserved
(humorous-erotic-light-poetry, Iambic pentameter)

Charlotte Russe:
http://www.thebossykitchen.com/charlotte-russe-cake-classic-european-recipe/

Saturday, September 2, 2017

The sea-waves touch

The sea-waves touch

The sea-waves touch your open palms,
along the shore, the waters lead
when stormy sea, henceforth, becalms
and tide engulfs what skies forbid.

When solemn eyes their oaths avow
and roses beckon on your dream,
reach out and find his drifting prow
aboard the trip's perpetual stream.

Cause thoughts, like boats, contrive amiss;
for those who lived in old realms,
eternal love's confession is,
the touch of sea, upon the palms.

Perchance the mistral glances pledge
as drifting made the skylines' edge.

2013/12/19
© Georgios Venetopoulos All rights reserved
(Iambic tetrameter)

Monday, July 24, 2017

no verse

no verse

I do not write verse,
the Nobel Prize winner said;
I write poetry!

2017/07/24
© G. Venetopoulos, All rights reserved

Sunday, July 9, 2017

πλαστικά χτένια

πλαστικά χτένια
(για το διαγωνισμό "Τα μάτια")

Τα μάτια έγιναν του σκοταδιού στολίδια
καθώς η νύχτα έφευγε, τις μνήμες να καλύψει,
γιρλάντες του Μαγιού με άνθια και πλουμίδια
και ξέφτια από την ίδια, χθεσινή τους θλίψη.

Δυαδικές γραμμές, τροχιές και μονοπάτια
μακρύ ταξίδι του παλιού σιδηροδρόμου
κανείς δεν λογαριάζει πια να βρει παλάτια
αφού ξεφύγαν απ' τα όρια του κόσμου.

Το βλέμμα της τον καρτεράει να γυρίσει
μηκέτι που ξεχάστηκε η νύχτα στο λιμάνι
θαρρείς η Άβυσσος, απόψε, έχει ανθίσει
για όποιονα στη εξορία έχει πεθάνει.

Στο αιθέριο γαλάζιο περιμένει οικογένεια
στα δυτικά προάστεια κλειστά πατζούρια
μια κόρη με τα πλαστικά της χτένια
και κάποιοι φίλοι που κοιμούνται στα μνημούρια.

2017/07/08
© G. Venetopoulos All rights reserved
(13 syllables Iambic verse)

Πετσενέγκος


Πετσενέγκος

Νησί θάταν στη θάλασσα ή τάχατες καράβι
που ελιμενίσθη στ' αβαθή, στου φεγγαριού το φέγγος,
με πλοιοκτήτη βοηθό φούρναρη ή μανάβη,
να ήταν άραγε Κουμάν ή μήπως Πετσενέγκος;

Ενεφανίσθη στην ξηρά, αιθέριο στην πλατεία
η πρύμνη έσταζε σκουριές – ολόιδια κι η πλώρη
μα κουβαλούσε απόσταγμα, της γνώσης την ουσία
κι από ψηλά στη γέφυρα ελάλαγε κοκόρι.

Πώς πέταξε μονάχο του, μην ήταν αεροπλάνο;
θαυμάζαμέ το άναυδοι, για αποσβολωμένοι,
να το εφιλοτέχνησε ο Ελ Γκρέκο ή ο Τισσιάνο
και διέφυγε της προσοχής του Ρωμανού Διογένη;

.....
.....

Νησί θάταν στη θάλασσα ή τάχατες καράβι
που ελιμενίσθη στ' αβαθή, στου φεγγαριού το φέγγος,
με πλοιοκτήτη βοηθό φούρναρη ή μανάβη,
να ήταν άραγε Κουμάν ή μήπως Πετσενέγκος;

2017/07/09
© G. Venetopoulos All rights reserved
(Iambic 15syllabic rhyming verse)


Κουμάν, Πετσενέγκοι: Βαρβαρικές νομαδικές φυλές οι οποίες λεηλατούσαν περιοχές του Βυζαντίου μέχρι τον 11ο αιώνα μ.Χ. Ο Ρωμανός Διογένης υπήρξε ένας εξαίρετος Βυζαντινός αυτοκράτορας ο οποίος νίκησε τους Πετσενέγκους σε αποφασιστικές μάχες και απάλλαξε την Αυτοκρατορία από την παρασιτική τους παρουσία και συμπεριφορά. Οι Π., με την πάροδο του χρόνου, αφομοιώθηκαν από άλλα νομαδικά φύλα.

Monday, June 19, 2017

Dark Grace

Dark Grace

The surface of my homestead roads elaborate and split,
what was to claim upon the edges of the distant moons,
my thought; redemptive soul emerging from the depth of wit,
designs the winter's form with interlaced on walls, festoons.

The Mistral blows (my soul) , defines the slopes, the ridge to crown,
inside my dreams embeds the windy drawls and teenage years,
the minds foresee, their state to evolve and be renown,
while my December eyes become reflectors of its tears.

Along those roads, abandoned towns become a threaded toy,
of Mistral calls, a song forgotten in a bard's old tale,
unerringly be sung addressing, so, my destiny's decoy.
against the blowing winds (my soul) , stand tall to their assail.

She drifts in Mists! A cotton fog and mystery's versed text,
beside a sculptured bark, her promised vision I inhale,
Was I so handsome in her eyes, dimension tho' convex,
a splashing wave upon the wharf and she, the night's dark veil?

I heard her song surpassing, then, my amplitude and fast
upon the skyward billows of enormous rains to glide,
was pre-designed and coarse the destiny her beauty passed,
through gates that led to naught, and then inside the mist to hide.

Befallen Angel, she transformed her masquerade to wings,
the foggy veil resembling the droll's discolored face
because all beings marionettes are, without the strings,
- oh, her aphotic eyes behold in mine, and her dark grace!

Sunday, June 18, 2017

blue window

blue window

The night encompassed his face and voice,
outside the blue window, alone he stood,
his thought returned to a doubtful choice
unfinished structure made from balsa wood.

The flying daughters of the night, wind-wrought,
escorted shades of dark and raindrops shed,
she fled, a monochrome contrast he sought;
in air her photograph reflects, misled.

The nighttime beckoned on its steady hold;
In that same sight he touched her face and braved,
the longitudes besought, belied and called,
contrasting him outside his dream and grave.

In mid-air wafting a newspaper folds
dispatched strayng, renders his advance,
its insignificance and whirling molds,
before the sill amends his nightly dance.

© 2013/03/22 G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Iambic pentameter)

Saturday, June 10, 2017

Bergamot

Bergamot

The ridge, beyond, outlined his scope,
the Elysian fields, in distance, graphed,
the mizzle fell - perchance she asked
if one could rise beyond the slopes.

A climber walked upon the ridge,
where nothing was but flimsy clouds,
a bergamot and mindful doubts
have passed across the timely bridge.

The climber saw the clouds disperse,
in air the town was hung, and Halls
invited only drifted souls
- defined his effigy and verse.

Amid the dancers, courtly laced,
a graceful Princess smiled at him,
the bergamot was there to hint
unrealness is always braced.

Beyond the ridge the Angels roamed
(or were the clouds that turned to rain?)
the bergamot sang a refrain,
upon the peaks where spirits domed.

('The climber flies above the ridge,
the climber laughs while dancers bow,
the rainy waltz transmitting glow,
becomes the Princess on the bridge.')

Unspoken was she and the crags,
returned the bergamot's refrain;
Oh, her beatitude's soft rain,
washed down the slopes the verse he sang.

 © 12/12/2012 G. Venetopoulos All rights reserved
(Iambic tetrameter)

Friday, June 2, 2017

Χιονόνερο Τεργέστης

Χιονόνερο Τεργέστης

Απόκοσμα μηνύματα μετρούσες, του ασυρμάτου 15
οι Μοίρες σχεδιάσανε την διάσταση αυτή 14
υφαίναν οι φωνές τους το τραγούδι του θανάτου
με φόντο τους την μέλανα, του θόλου, αψιδωτή.

Πορεία μεσ' στην καταχνιά, μπρούσκο κρασί χυμένο,
λάβαρα του λυκόφωτος στο θρόνο της νυχτός,
χορεύει η επιφάνεια - νερό προορισμένο
να υποδεχθεί το πλήρωμα στα βάθη του, εντός.

Οι παρηχήσεις του άνεμου ακούγονταν - προσκλήσεις·
χαθήκαν τα χαρίσματα των έκπτωτων ψυχών,
δεκαεννιά φαντάσματα ζωής ακυρωθείσης
σε διαδρομές αχαρτογράφητων περιοχών.

Σημαίες ανεμίζανε πιο κάτω από τ' αστέρια,
κουρελιασμένα σύμβολα, προπέρσινης γιορτής,
καλό τιμόνι κράταγες στα δουλεμένα χέρια
με την ομίχλη αθόρυβη ακτής εωθινής.

Μα κάθε μέρα έβρεχε (χιονόνερο Τεργέστης),
χωρίς ποτέ το φορτηγό να ελιμενισθεί,
στην αδειοσύνη πλοηγός, στην ρότα σου αντέστης
προτού από θαλάσσια νερά κατακλυσθεί.

Της ελεγείας δέσποινες από τον Ελικώνα
εστόλιζαν στον αργαλειό αρχαίο υφαντό
με άνθηρα πολύχρωμα σε ηλιόλουστο νυμφώνα
και ένα τριαντάφυλλο μπορντώ, αγκαθερό.

2017/06/02
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic 15/14 verse)

Thursday, May 25, 2017

Το παραθύρι της ψυχής

Το παραθύρι της ψυχής

Το παραθύρι του σπιτιού στην θάλασσα κοιτούσε,
της σκέψης του αερικό κυλούσε μεσ' στο αίμα,
ομίχλη φθινοπωρινή στο μούχρωμα περνούσε,
η Περσεφόνη με χλωμό το χρυσαφένιο στέμμα.

Φθινοπωριάτικη βροχή σ' αέρινο καθρέφτη
στο τζάμι του αργοκυλά – ωσάν να περιμένει
τον επιβάτη της γιορτής, στου δειλινού το ξέφτι,
στο παραθύρι της ψυχής, μορφή αφιερωμένη.

2017-05-26
© G. Venetopoulos All rights reserved

Tuesday, April 25, 2017

Ο Γολγοθάς του Ερούλη

Ο Γολγοθάς του Ερούλη

Οι σύνθετοι συλλογισμοί (ο Γολγοθάς του Ερούλη)
τον προβλημάτιζαν πολύ... Της τέχνης βιρτουόζοι
θ' ανέλυαν διεξοδικά τον Κοντορεβυθούλη
με όσες καθηγήτριες διδάσκουν Καραγκιόζη.

Η Σταχτοπούτα, ξέρετε, φορούσε δυο γοβάκια
μα τάχασε (η άμυαλη) στην φοντανά ντι Τρέβι,
ο Μίκυ Μάους σπούδασε πώς σπέρνουν φασολάκια,
ο Ντόναλντ έγινε ψαράς, παρέα με την Νταίζη·

o Γκούφη ασχολήθηκε με την ζωοτεχνία,
η Κλάρα Μπελ τον διάλεξε να κάνουν επενδύσεις
απέκτησαν μπακάλικα στην Νέα Κολωνία
και πούλμαν που ταξίδευαν ως τον σταθμό Λαρίσης.

_ Πώς αβγαταίνουν, Μήτσο μο, τα πούλμαν, τα βαπόρια
κι πώς τα δόλια τα πιδιά μ'ς, ιφύγανε στα ξένα;
στην Αλεμάνια δ'λεύουνε ξανά στ' αναβατόρια
όπως κι τότ' που η Ιθνάρχ'ς γκριμνούσε την Ατένα.

_ Στον Γολγοθά, Κουστάντου μο, οι κιραυνοί βροντάνε,
κάπου στου Κιλιμάντζαρου, στην Αφρική 'σα πέρα,
μι ράνγκλερ τόνε προσπερνούν, μι τα καγιέν κολλάνε
κι όσοι σηκώνουνε σταυρό, ακούνε τη φοβέρα...

... Να μην τολμήσεις να πιθάν'ς, φτωχέ συνταξιούχε
γιατί έχ'ς αγγόνια κι πιδιά, που άνεργα πεινάνε,
των Αβραάμ και Ισαάκ, τ'ς άλλης ζωής τιτλούχε,
τα αγαθά θα σου δωθούν, πως θάσ' Εσταυρωμένος.

2017-04-25,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

Thursday, April 13, 2017

rooster au vin

rooster au vin

Out on the faraway of Spring
the wraiths tap-dance atop the fields,
with cackling laughs, their magic wield
inviting innocent to swing.

Our donkey left the barn last night
pursuing, so, a gracious mare,
a whir became on stardom glare
enchanting young jennets on sight!

The chickens started to escape
because of a bewitching coq
au vin in sauce, was cooked in wok
- his specter blitzed on Concord grape.

Our precious cow (miss World was called)
wore ten inch spikes, a mini dress
and jumping round, fast to egress,
engaged the night - wild-thing, un-stalled.

Two versing hogs were cuckoo-spelled
and oinking Shakespeare's sixth sonnet,
spiraled afar, thus treasured pets
on website poetry excelled.

This Pandemonium's trick song
our grandma sang; her broomstick climbed,
with a 'yeehaw' she left and rhymed
new magic flying to Hong Kong.

Nigh this Catastrophe's attacks,
the neighbor's daughter dressed like ghost
to whistling sent her sweet riposte
and much was kissed, upon the stacks.

© 12/19/2013 Georgios Venetopoulos, all rights reserved
(Iambic tetrameter)

Friday, March 31, 2017

The Warrior's End

The Warrior's End

The debris truck rolled on the asphalt road
meantime the sot upon the sidewalk spread;
a destiny of glory, thus, foretold,
assigned a straying rock to strike his head.

He fell inside the excavated ditch,
where an illusion swept his awesome mind;
a soldier was in world war one, (some glitch!)    
and fantasized he fought on frontal line!

The bright trajectories of missiles searched
for his protruded to the air behind,
that's why he ducked his head, henceforth farfetched,
convinced he was that his behind aligned.

The 'Warrior's End' some named this ditch dug land,
the stalwart ducked with bravery abstruse,
(a man of pride)  with his hindquarters' stand,
should thither face the enemy's abuse!

A red dressed gypsy femme, (rejoiced he left
to join the horrors of the evil dump,
with his protruding round behind bereft)   
felinely danced in his unmindful slump.

His sottish words (he thought) were shaping verse
and bulging out his combating derriere
allowed his warring shout to bout disperse·
therefore victoriously fought in guerre.

© 03-05-2013, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic pentameter)

Friday, March 24, 2017

Χωρίς εγγύηση

Χωρίς εγγύηση

Χωρίς εγγύηση, ευρώ κολλαριστά 12
δανείστηκαν απ' το ψωμί των πεινασμένων, 13
οχτάρια κάνουν με γαϊδούρια κουρδιστά
και χαλινάρια τα σκοινιά των κρεμασμένων.

Ο Καραγκιόζης στη σκηνή χαζογελά
με δύο ύβους να ζητάνε εποπτεία·
- τα άλτερ έγκο του - κι οι τρεις ανδρείκελα
που κολυμπάνε στη χλιδάτη αχαριστία.

Ψηλά, στα σύρματα, κοράκια τραγουδούν
με χάντρες-μάτια που ζυγίζουν και μετράνε·
εκεί θα σβήσουνε χωρίς  ν' αναληφθούν,
αμαρτωλοί γεννήθηκαν όσοι πεινάνε.

2017-03-24,
© G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(12/13 syllables Iambic verse)

Wednesday, March 22, 2017

Γιώτα-χι βαπόρι

Γιώτα-χι βαπόρι

Στου λιμανιού τα μαγαζιά και τα μηχανουργεία
αλαφροπάτητη κυρά περνά σαν οπτασία
τεχνίτες τήνε χαιρετούν, εργάτες την θαυμάζουν
και οι καραβομαραγκοί κρυφοαναστενάζουν.

Γιατί θεά του Όλυμπου η δέσποινα εχρίσθη,
στου λιμανιού τα γαλανά νερά ενεφανίσθη
ωσάν νεράιδα του γυαλού με έξτρα λαρτζ καμπύλες
γι' αυτήν στα μπαρ οι ναυτικοί μεθάνε με τεκίλες.

Μ' αυτήν την θεία ευμορφιά, οι νιοί, μεταλλαγμένοι,
ουράνια βάλς χορεύουνε, ιδεατά, στη Βιέννη
και στα σοκάκια τραγουδούν παλιά του Μαργαρίτη,
τον έρωτά τους στέλνοντας στην νέα Αφροδίτη.

Καμπυλωτή κι αιθέρια εξηφανίσθη η κόρη,
μα όλοι λεν πως έφυγε με γιώτα-χι βαπόρι.

© 2017-03-22, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(σονέτο σε Ιαμβικό 15σύλλαβο)

Saturday, March 18, 2017

Betokening the sign

Betokening the sign

For days we sailed beneath the Southern stars,
a route along the undiscovered lines,
we heard a voice emerging from the brines,
'the ocean carries unforgiven mars.'

Three demons whirl'd upon the iron wood
while carelessly we danced; I blamed the grog,
we heard the gulls from the surrounding fog·
abaft the stern, evanescing, becrowed.

The ferryman was tracking us on sight,
his ghostly schooner floating in the dusk,
macabre our foretelling, tasted brusque,
thus blinking were in distance his dead lights.

The vessel's dunnages then creaked; conjured
our recklessness conducted us to hell
throughout the fog, the stern bell rang its knell,
- I saw the orchard of those souls who erred.

I heard the reef rock shattering the bilge,
the vessel heeled to starboard, cut across,
then bedded on the bottom's algae moss,
its dimming lights attempting to effulge.

Our vessel rested on the seaweed bed,
we danced and laughed moreo'er our way to yon,
how come you have not heard the bell and horn
betokening the sign that we were dead?

© 02-06-2013, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic pentameter)

Monday, March 6, 2017

Η κόρνα

Η κόρνα

Πλωριός καιρός ανάστρεψε τον χρόνο 11
στα ενδότερα του πλοίου και τριγύρω στην ακτή 14
εκεί που ακούγονταν μια κόρνα μόνο
και ο ασκός ενός μαέστρου πιφιρτζή .

Κατέβαιν' ο καπνός από τα τρία
φουγάρα του, καλύπτοντας τα υδατοστεγή,
οι ναυτικοί του απ' την Αχερουσία
μας προσκαλούσαν στης Στυγός τα αφεγγή.

Αργά προχώραγαν τουλίπια μαύρα
σε συνεχή ταλάντωση, δεξιά κι αριστερά,
διστακτικά εφύσαγεν η αύρα 
ο Πολικός Αστέρας μας κοιτούσε ειρωνικά.

Του καραβιού θα ήτανε η κόρνα
ή τρείς ψυχές-φαντάσματα, χαμένων ναυτικών,
όσους πνιγήκαν ο ουρανός συχώρνα
κι αυτούς που ξεφαντώναν σε χορούς αερικών.

Η αιθάλη κάλυπτε την παραλία
τα σκόρπια φώτα της αναβοσβήναν μοναχά
η πλημμυρίδα με αλλοτροπία
τα προετοίμαζε να βυθιστούν στην καταχνιά.

Η κόρνα χαιρετούσε τον Πορθμέα
με δυό ιστούς να απειρίζονται στον ουρανό
στον ένα η φθαρμένη μας σημαία
στον άλλο οι χοροί μας που πνιγήκαν στο νερό.

2017-03-07
© G. Venetopoulos, all rights reserved
(11/14 syllables Ιambic verse - surreal poetry)

Saturday, March 4, 2017

ατσάλινο σφυρήλατο

ατσάλινο σφυρήλατο

Περήφανα στον άνεμο το βάνδο του Ακρίτα
δεν υποστέλλεται, κι αυτός δεν σκύβει το κεφάλι,
στρατιώτης, δεν εγνώρισε στον πόλεμο την ήττα
κι απ' την σκοπιά του Αγαρηνοί δεν έχουνε εισβάλει.

Χειρότερη απ' τον θάνατο είν' η σκλαβιά της γης του
η Πόλη έπεσε κι αυτός τα στίφη περιμένει,
αυτός είν' ο προορισμός του Έλληνα Αρίστου,
- στο αίμα στέκει η λευτεριά, αποκαθηλωμένη.

Γιατί ο Ακρίτας μόνος του, στον πόλεμο πηγαίνει
στον κίνδυνο δεν σκιάζεται, τον Άδη δεν φοβάται,
με ατσάλινο σφυρήλατο σπαθί ζει και πεθαίνει
με Ολύμπιους ημίθεους μονάχα προσμετράται.

2017-03-04,
© G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

Monday, February 27, 2017

Αόρατο τετράποδο

Αόρατο τετράποδο

Αγδίκιωτη επέρναγε η σκιά του ημιόνου
(αφότου τον εγάζωσαν τα υποπολυβόλα)
πως το παλιό λιθόστρωτο, στη βρύση του δαιμόνου,
στοιχειώθη τα μεσάνυχτα κι όλο σπινθηροβόλα.

Αόρατο τετράποδο τη νύχτα ροβολούσε,
(γροικούσανε οι κάτοικοι τα πέταλα στο δρόμο),
τους εισβολείς με τις στολές αλύπητα κλωτσούσε
στα καλντερίμια του χωριού, σκορπίζοντας τον τρόμο.

Με ένα "γντουπ" οι Έρουλοι, το λάκτισμα δεχόνταν
(τα πέταλα αφήνανε το αποτύπωμά τους)
και ύστερα, καχύποπτα, αλληλοκοιταζόνταν
μην ημικύκλια έφεραν, ψηλά στα μέτωπά τους.

Μα από τα λακτίσματα πολλοί αποκουτιάναν
(μην τάχα διαθέτανε μυαλό μεσ' στο κεφάλι;)
καθώς τα γντουπ πληθαίνανε κι οι πεταλιές αυξάναν,
σε "χάιλ" ονομάτισαν το μαύρο τους το χάλι.

Και δώστου γντουπ και ξαναγντούπ η σκιά του ημιόνου,
(αερικό στα σύννεφα, χορεύοντας, περνούσε),
στ' αστραφτερό λιθόστρωτο, στη βρύση του δαιμόνου,
τις γκρι στολές, με τσάμικο, αυτόματα κλωτσούσε.

2017-02-28
© Georgios Venetopoulos, all rights reserved

Friday, February 24, 2017

Πουλάω λαγάνες

Πουλάω λαγάνες

Συγκάλεσε τον κόσμο του, την άυλη λεγεώνα
για ναύρουνε τη λευτεριά, να βάλουν στο αρχείο
τα δάνεια που δόθηκαν για τον μεγάλο αγώνα
και τις ανάγκες των πτηνών στο ορνιθοτροφείο.

Ο κόσμος του μαζεύτηκε σ' ένα σινεμαδάκι,
τα βόδια μουγγανίζανε ακούγοντας φλογέρες,
στ' Ανάπλι, στο Καρλόβασι και στο Καραμπουρνάκι
φελλοί ξεπεταγόντουσαν από τις σαμπανιέρες.

"Πουλάω λαγάνεεες!" φώναζε σ' αυτούς που είχαν στήσει
στη Λιβαδειά σπληνάντερα, στη Θήβα κοκορέτσια
το κοκκινέλι πίνοντας, την Πέμπτη 'χαν τσικνήσει,
- οι κότες κακαρίζανε στα νέα Ευρωκοτέτσια.

"Και μελιτζάνεεες!" έκραζε, κατσίκες τ' απαντούσαν,
από τις στάνες του χωριού, τα πέρατα του κάμπου·
από απάνεμες πλαγιές, προβάτες αγροικούσαν
βελάζοντας καρτερικά σε ποίησες Ιάμβου.

- Πού πήγαν Κίτσο μ' τα φλουργιά, τα δισεκατομμύργια;
Μην τάχατις πιτάξανι, τα σκόρπισ' ο αγέρας,
μην δαύτοι που τα πήρανε είν' για τα πανηγύργια
κι αξίζουνι πιρίπου σαν τις τρύπες της γραβιέρας;

- Κουστάντου μο πιτάξανι τα δισεκατομμύργια
τα πήραν καλικάντζαροι, τα σκόρπισ' ο αγέρας
το βιός μας υποβάθμισαν στα Ευρωδημοπρατήργια
και μας απόμειν' ο αϊτός της Καθαρής Δευτέρας.

2017-02-24
© G. Venetopoulos All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)


Friday, February 17, 2017

The lights of dusk


The lights of dusk

The lights of dusk became his final front
the winds, alone, deep in the soul engage
while his departure's shedding reds assuage
extending contributions to beyond.

How wrongly pride and triumphs, subdue
while cymbals drum paeans on cloudy skies
the fencing emptiness his past denies
- he wished warfare killings were untrue.

The altered day his destiny embeds
with his division's ranking and three stars,
his shoulders' silver and tangential paths
- forever faithful slug, attacking weds.

The shot approximates and blossomed bleeds,
to love him in his chosen Astral Halls,
his homeland and the springtime blooms recalls,
that congregate to stem his manly deeds.

Among the woods, in dark, the spirits breathe
could be a rustle of his killed comrades,
expatriated lives, outside of Hades,
their end was meritorious, forthwith.

His soul transformed to sentry guard and link
upon the mountain, laurel to bestow,
the killed in action brave became a crow
the sunken stars behind the shadows blink.

The message passed across the interstate,
infinity became a friend and bride,
his three reflecting silvers coincide
as dew drops drop on his interment slate.

© G. Venetopoulos, 06-20-2014, All Rights Reserved
(Iambic pentameter)

Saturday, February 4, 2017

Μπουκουβάλας

Μπουκουβάλας

Περίμενε σαράντα τρεις ημέρες στο μετόχι
μα στις σαραντατέσσερις αδράχνει το τουφέκι,
τα δυό κουμπούρια ζώνεται, τ' ασημοκαπνισμένα,
και σέλα ρίχνει στο φαρί, στ' αγέρωχο κατράνι.

Με το σφυρήλατο σπαθί, ατσάλι της Δαμάσκου,
ο κλέφτης δεν συντάσσεται με τ' άλλα παληκάρια
στου Νικολάου τον ταϊφά μηδέ στου  Καρατάσου,
για το Κεράσοβο κινά να βρει τον Μπουκουβάλα.

Ο Μπουκουβάλας πολεμά, βροντά το καρυοφίλι,
στη Βασιλίτσα τον Βελή Πασά κατατροπώνει,
τον καταδιώκουν μ' άλογα μέχρι το Τεπελένι,
στον Καραΐσκο το μηνούν και στον Κολοκοτρώνη.

2017-02-04
© Georgios Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic 15syllabic verse)

Sunday, January 22, 2017

woods of evergreen



He knows the dance of lines at night,
 and their expanding, wayward trip
the perils and the clipons grip.

Convergent margins still unite
 where once per life, lines sternly meet
to make the skylines incomplete.

The scenes recite and years invite,
 abstruse the range, lift and share
the precognitions blue affair.

His mind abides the beaming light
 as thrust draws close the distant knots
and his horizons linking thoughts.

Where braves their destiny incite
 as lines embellish this decor,
where scenes return to years before.

Defiantly his words indite,
 what his third destiny perfects,
trajectories of skyward wrecks.

Where braves amid the mists ignite
 their speeding dreams of years eighteen
and turn to woods of evergreen.

© G. Venetopoulos 12-23-2013, All Rights Reserved
(Iambic tetrameter)

Sunday, January 15, 2017

Το γρούνι

Το γρούνι

Ο Ρούντυ έτρωγ' αχνιστά τα νόστιμα κοψίδια,
ολόπαχες κατέβαζε γραβιέρες και καρβέλια
αδιάφορος για τα παιδιά με τις τουμπανιασμένες
από αβιταμίνωση κοιλιές και τα κουρέλια.

Χαχάριζε ολομέθυστος ο Ρούντυ και ρευόταν,
ενώ τριγύρω τα φτωχά παιδιά σκελετωμένα
την δυσοσμία ανέπνεαν και άρρωστη σαπίλα
όταν επέρδετο συρτά και αποβλακωμένα.

Με δύο κουμπότρυπες σχιστές, από το λίπος, μάτια
κοιτούσε χλαπακιάζοντας το κρέας στην πιατέλα
κι αφού ρευόταν δυνατά, να κάνει κι άλλο χώρο,
χοντρές μπουκιές απόκοβε από μια μορταδέλα.

Παρατηρούσαν τα παιδιά τον υποβαθμισμένο
που ομοβροντίες άφηνε κάτω απ' την γκρίζα χλαίνη,
με το ντι εν έι του λειψό, μυαλό αλλοιωμένο,
γιατί έπινε μόνο κρασί και μπύρα αφρισμένη.

Μέσ' στην πιατέλα έπεσε το άδειο του κεφάλι,
τραγούδαγε Λιλή Μαρλέν και στο ροχαλητό του,
ρευότανε μουγκρίζοντας σαν άρρωστο βουβάλι
όλοι, δε, νοιώθαν την οσμή του βρώμικού του χνώτου.

Αθόρυβα και τρέμοντας ανέβηκε η Μαρία
κυοφορούσε κι άρπαξε ένα ψωμί καρβέλι·
στην γη οπού οι Έλληνες εγράψαν ιστορία,
κι ο βλάξ ονειρευότανε τον ζύθο στο βαρέλι.

Το γρούνι ξάφνου ξύπνησε· του κλέβαν το φαΐ του!
την πεινασμένη έσπρωξε με βιά 'πό το μπαλκόνι
και μπρος στα μάτια των παιδιών, στην γη του Δημοκρίτου,
με την κοιλιά της χτύπησε στο παγωμένο χιόνι.

2017-01-15,
© G. Venetopoulos, All rights reserved

(Iambic decapentasyllabic verse) (Αληθινή ιστορία)

 http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/

Monday, January 9, 2017

το μαντολίνο - a Villanelle lesson

το μαντολίνο

Μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο,  (A1) a
σου άρεσε η ασπρόμαυρη, με φιλμ, φωτογραφία,  b
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.  (A2) a

Ζωγράφισα το γέλιο σου! Κρατούσες ομπρελίνο,  a
σηκώναμε μεσ' στη βροχή στην πλάτη τα βιβλία,  b
μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο.  (A1) a

Προσπάθησα την σκέψη μου αλλού να κατευθύνω  a
διαβάζοντας μηχανική κι επιπεδομετρία  b
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.  (A2) a

Πόση χαρά μου έδωσε το μήνυμα εκείνο!  a
δειπνούσαμε συχνά μαζί στην ίδια τρατορία,  b
μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο  (A1)

... κι έψαχνα κάτω απ' τη βροχή ξανά να διακρίνω  a
το κιτρινο ομπρελίνο σου στην γκρι μονοχρωμία  b
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.  (A2) a

Η ομίχλη απλώνει σιγαλά· κάπου το μαντολίνο  a
και οι εικόνες χτίζουνε την ίδια αλληλουχία  b
μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο,  (A1) a
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.  (A2) a

2017-01-09
© Georgios Venetopoulos, all rights reserved
(Villanelle - Iambic decapentasyllabic verse)

Η μορφή της:

    Refrain 1 (A1)
    Line 2 (b)
    Refrain 2 (A2)

    Line 4 (a)
    Line 5 (b)
    Refrain 1 (A1)

    Line 7 (a)
    Line 8 (b)
    Refrain 2 (A2)

    Line 10 (a)
    Line 11 (b)
    Refrain 1 (A1)

    Line 13 (a)
    Line 14 (b)
    Refrain 2 (A2)

    Line 16 (a)
    Line 17 (b)
    Refrain 1 (A1)
    Refrain 2 (A2)

Η δομή της:

Η βιλανέλα (Villanelle) έχει πάντα δύο ομοιοκαταληξίες (την a και την b), 19 γραμμές και δύο ρεφραίν τα Α1 και A2. Επειδή είναι ποίημα που χρησιμοποιείται στην Ιταλική παραδοσιακή μουσική, προτιμώ να ακολουθεί κάποιο μέτρο, δηλαδή να μην είναι άρρυθμη. Εν τούτοις έχουν γραφεί πολλές βιλανέλες οι οποίες δεν ακολουθούν μέτρο, κυρίως γιατί οι στιχουργοί τους δεν έμαθαν ποτέ να γράφουν έμμετρη ποίηση. Στην Ελληνική ποίηση δεν έχω ανακαλύψει κάποια αξιόλογα δείγματα βιλανέλας και σήμερα σας παρουσιάζω (για εκμάθηση) την πρώτη Βιλανέλα που συγγράφηκε ποτέ στα Ελληνικά σε συνεπή Ιαμβικό 15σύλλαβο και ομοιοκαταληξία.

Η κατασκευή της:

    Ρεφραίν 1 (A1)
    Γραμμή 2 (b)
    Ρεφραίν 2 (A2)

    Γραμμή 4 (a)
    Γραμμή 5 (b)
    Ρεφραίν 1 (A1)

    Γραμμή 7 (a)
    Γραμμή 8 (b)
    Ρεφραίν 2 (A2)

    Γραμμή 10 (a)
    Γραμμή 11 (b)
    Ρεφραίν 1 (A1)

    Γραμμή 13 (a)
    Γραμμή 14 (b)
    Ρεφραίν 2 (A2)

    Γραμμή 16 (a)
    Γραμμή 17 (b)
    Ρεφραίν 1 (A1)
    Ρεφραίν 2 (A2)

το μαντολίνο

το μαντολίνο

Μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο,
σου άρεσε η Άλγεβρα και η Γεωμετρία,
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.

Ζωγράφισα το γέλιο σου! Κρατούσες ομπρελίνο,
σηκώναμε μεσ' στη βροχή στην πλάτη τα βιβλία,
μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο.

Προσπάθησα την σκέψη μου αλλού να κατευθύνω
διαβάζοντας μηχανική κι επιπεδομετρία
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.

Πόση χαρά μου έδωσε το μήνυμα εκείνο!
δειπνούσαμε συχνά μαζί στην ίδια τρατορία,
μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο

... κι έψαχνα μέσα στη βροχή ξανά να διακρίνω
το κιτρινο ομπρελίνο σου στην γκρι ισοχρωμία
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.

Η ομίχλη απλώνει σιγαλά· κάπου το μαντολίνο
και οι εικόνες χτίζουνε την ίδια αλληλουχία
μου έστειλες το μήνυμα πως είσαι στο Τορίνο,
θαρρώ πως με προσκάλεσες να πιούμε καπουτσίνο.

2017-01-09
© Georgios Venetopoulos, all rights reserved
(Villanelle - Iambic decapentasyllabic verse)

Saturday, January 7, 2017

αβασταγό μουλάρι


Στη σκιά της μάντρας στέκουνταν τ' αβασταγό μουλάρι,
με σκούρο μάτι, μοχθηρό, ετήραγε τριγύρω
πως δεν δεχόταν δουλικά το ξύλινο σαμάρι
και ήτανε κακότροπο το πείσμα του το στείρο.

Κατάντικρυ στη λαγαρή ακτή με τ' αρμυρίκια
εργάτες κάρφωναν με βιά, δοκάρια και σανίδια,
πραματευτάδες θάβγαζαν (μετά τα μπεκριλίκια)
σπουδαίο λόγο για τα ζα· τα πράτα και τα γίδια.

Ο Τζιμ Μπουρδάν ανέλυε μακροφιλοσοφία
γιατ' είχε κρίνει πως εμπρός μια στάνη για να πάει
(μελέτη που εφαρμόσθηκε στη Μεσοποταμία)
θα έπρεπε να χαρισθεί σ'όποιον χαραμοφάη.

- Χωριάτες! Επιλέξατε να με υπηρετείτε
γιατί γεννήθηκα ταγός κι εσείς απλοί μουζίκοι
δοξάστε με ομαδικά και θα ανταμειφθείτε
καθώς δουλειά θα πιάσετε σε ανθρακαποθήκη.

Προχώραγε τα απόγιομα, κακάριζαν οι κότες,
στη λάσπη εκυλιόντουσαν, αδιάφορα, τα γρούνια,
οι τράγοι μπεμπερίζανε φορώντας ρεντιγκότες,
οι γύπες περ'γελούσανε από τα κορφοβούνια.

Μα το μουλάρι κλώτσησε και πήρε να γκαρίζει
γιατί οι αλογόμυγες του πίνανε το αίμα,
ο Τζιμ Μπουρδάν θεώρησε πως τον αναγνωρίζει
και άνοιξε τα χέρια του προς του ηλιού το γέρμα.

Χοροπηδώντας κλώτσαγε τ' αβασταγό μουλάρι
με σκούρο μάτι, μοχθηρό, ετήραγε τριγύρω
το αίμα του -αλογόμυγες- επίναν στη Βαϊμάρη
και ήτανε κακότροπο το πείσμα του το στείρο.

2017-01-07 © G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)