Sunday, January 15, 2017

Το γρούνι

Το γρούνι

Ο Ρούντυ έτρωγ' αχνιστά τα νόστιμα κοψίδια,
ολόπαχες κατέβαζε γραβιέρες και καρβέλια
αδιάφορος για τα παιδιά με τις τουμπανιασμένες
από αβιταμίνωση κοιλιές και τα κουρέλια.

Χαχάριζε ολομέθυστος ο Ρούντυ και ρευόταν,
ενώ τριγύρω τα φτωχά παιδιά σκελετωμένα
την δυσοσμία ανέπνεαν και άρρωστη σαπίλα
όταν επέρδετο συρτά και αποβλακωμένα.

Με δύο κουμπότρυπες σχιστές, από το λίπος, μάτια
κοιτούσε χλαπακιάζοντας το κρέας στην πιατέλα
κι αφού ρευόταν δυνατά, να κάνει κι άλλο χώρο,
χοντρές μπουκιές απόκοβε από μια μορταδέλα.

Παρατηρούσαν τα παιδιά τον υποβαθμισμένο
που ομοβροντίες άφηνε κάτω απ' την γκρίζα χλαίνη,
με το ντι εν έι του λειψό, μυαλό αλλοιωμένο,
γιατί έπινε μόνο κρασί και μπύρα αφρισμένη.

Μέσ' στην πιατέλα έπεσε το άδειο του κεφάλι,
τραγούδαγε Λιλή Μαρλέν και στο ροχαλητό του,
ρευότανε μουγκρίζοντας σαν άρρωστο βουβάλι
όλοι, δε, νοιώθαν την οσμή του βρώμικού του χνώτου.

Αθόρυβα και τρέμοντας ανέβηκε η Μαρία
κυοφορούσε κι άρπαξε ένα ψωμί καρβέλι·
στην γη οπού οι Έλληνες εγράψαν ιστορία,
κι ο βλάξ ονειρευότανε τον ζύθο στο βαρέλι.

Το γρούνι ξάφνου ξύπνησε· του κλέβαν το φαΐ του!
την πεινασμένη έσπρωξε με βιά 'πό το μπαλκόνι
και μπρος στα μάτια των παιδιών, στην γη του Δημοκρίτου,
με την κοιλιά της χτύπησε στο παγωμένο χιόνι.

2017-01-15,
© G. Venetopoulos, All rights reserved

(Iambic decapentasyllabic verse) (Αληθινή ιστορία)

 http://georgiosvenetopoulosverse.blogspot.gr/