Friday, December 25, 2015

Τζιμ Μπουρδάν (Σαράντα ανεμόπλοια)

Τζιμ Μπουρδάν (Σαράντα ανεμόπλοια)

Ο κόμης Τζιμ Μπουρδάν, μεγάλος οικονομολόγος 15
και παις άρίφνητου σογιού πολιτικών, 12
ησθάνθη πως θα έπρεπε τον αριθμό ν' αυξήση 15
των διορισμένων, στο δημόσιο, αυλικών. 12

Δεν ήτο, ούτως, δυνατόν, η επιστημονικότης,
στα πρωινάδικα και σ' άλλες εκπομπές,
να μην λαλεί αράδα, δια στόματος του κόμη,
καθώς εδήλωνε "δις ιζ μάι κουραμπιές".

"Θα φτιάξω σοκολάτες από κόλλυβα", απεφάνθη
"λαικόστ μπλουζάκια και μπουφάν από χαλβά
καθάπερ, ψηφοφόροι μου, ραντίστε με με άνθη
πριχού χορέψουμε μαζί καρσιλαμά".

Αγάλι-αγάλι ήρθε η γιορτή των Χριστουγέννων
ο ήλιος έλαμπε στη γη των διορισμών,
αυτών που επονείδιστα ελάβωσαν την χώρα
των φιλοσόφων κι όλων των επιστημών.

Ο Τζίμ Μπουρδάν, ακάθεκτος, ψηλά από το μπαλκόνι,
εχαιρετούσε τους περαστικούς ασβούς,
τους ιπποπόταμους που χασμουριόντουσαν στο δείλι
υπολοιπόμενους, βλαμμένους και ζαβούς.

Σαράντα ανεμόπλοια πετούσανε κεφτέδες,

κολοκυθάκια, μπριγιαντίνη, σαραγλί,
στους τοίχους μαύρα σχήματα γραφόντουσαν με σπρέι
ωσάν τ' αλόγατα του Σαλβατόρ Νταλί.

2015-12-25, © G. Venetopoulos, All rights reserved

(Ίαμβος 15/12 συλλαβών)

Thursday, December 10, 2015

Τον φώναζε Τζορντάνο

Τον φώναζε Τζορντάνο
 
Στήν άσφαλτο ξεμάκραιναν, στη μηχανή επάνω,
ερωτευμένοι με το φως, τα γκάζια, τα λουλούδια·
η κόρη δεν θυμότανε... Τον φώναζε Τζορντάνο
και τραγουδούσαν στα βουνά, παρέα με τ' αρκούδια.

Γελώντας, έτρωγε αργά ένα κομμάτι πίτσα
με πεπερόνι, έξτρα τσήζ και φρέσκα μανιτάρια...
Ανέμελα τραβούσανε προς την Ηγουμενίτσα,
στο σάκο είχαν λίγα σνακς και μερικά δολάρια.

Ο Τζόρτζι σούζες έκανε κι αυτή τονε κρατούσε
με τό 'να χέρι απ' το Νταϊνέζ ή τη μακρυά του χαίτη,
λουλούδια φωτογράφιζε κι ύστερα τ' αναρτούσε,
οι μέλισσες ζουζούνιζαν Γκαετάνο Ντονιτσέτι.

Η ομορφάδα των αγρών τους είχε συνεπάρει
καθώς μυριάδες χρώματα κεντούσανε την πλάση,
της πίτσας όποιος δάγκωνε το τραγανό ζυμάρι
δεν ξέχναγε της Άνοιξης ετούτο το γιορτάσι.

Στην διαδρομή η μηχανή βρυχιόταν στον αέρα·
μηκέτι είχαν κατά νου στη θάλασσα να φτάσουν,
φορούσανε τα καθρεφτέ, κοκκινωπά Καρέρα
και τ' άλογα ξεχύνονταν στο δρόμο να καλπάσουν.

Η κόρη, όμως, δεν ήξερε πώς να ισορροπήσει
και σύρθηκε στην άσφαλτο μα δίχως να χτυπήσει
·
η Ευσεβούλα έπεσε από την Καβασάκι
κι ο Τζόρτζι της προσέφερε γαλακτομπουρεκάκι.

© 2015-12-10, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Iambic decapentasyllabic verse)

(humorous fiction)

Sunday, December 6, 2015

Iron Brims

Iron Brims

I knew the dancing drops on glass, at night
and how dispersing is their icy sting;
the Northern ranges' snowstorms cling
amid December grays and our hindsight.

The beacon beamed inside its ebon frame;
the maiden's song returned to years before
our ancestors have drowned linking o'er
unending scopes; pristine her ancient name.

I saw the orchard, in the distance, ebonize,
along the windy wharf and foamy coast,
my soul's betrothment and imperfect host
where spinning, versing in the wind advice.

The maiden's pass is grooming my recall
and, ceremonially, attends the fair,
the falling mizzle dances on glassware
impermanent the passage of her Sol.

The marginal instructions - academes,
that blurry beckon, blinking smiles
we, freighter sailors, have become exiles
to celebrate upon the iron brims.

Descending light and westward flare
dethaws her image yon horizon's lines
- erstwhile my life submerged in brines
and her evanescent celestial stare.

© 05-25-2013, G. Venetopoulos, All Rights Reserved
(Iambic pentameter)