Monday, February 27, 2017

Αόρατο τετράποδο

Αόρατο τετράποδο

Αγδίκιωτη επέρναγε η σκιά του ημιόνου
(αφότου τον εγάζωσαν τα υποπολυβόλα)
πως το παλιό λιθόστρωτο, στη βρύση του δαιμόνου,
στοιχειώθη τα μεσάνυχτα κι όλο σπινθηροβόλα.

Αόρατο τετράποδο τη νύχτα ροβολούσε,
(γροικούσανε οι κάτοικοι τα πέταλα στο δρόμο),
τους εισβολείς με τις στολές αλύπητα κλωτσούσε
στα καλντερίμια του χωριού, σκορπίζοντας τον τρόμο.

Με ένα "γντουπ" οι Έρουλοι, το λάκτισμα δεχόνταν
(τα πέταλα αφήνανε το αποτύπωμά τους)
και ύστερα, καχύποπτα, αλληλοκοιταζόνταν
μην ημικύκλια έφεραν, ψηλά στα μέτωπά τους.

Μα από τα λακτίσματα πολλοί αποκουτιάναν
(μην τάχα διαθέτανε μυαλό μεσ' στο κεφάλι;)
καθώς τα γντουπ πληθαίνανε κι οι πεταλιές αυξάναν,
σε "χάιλ" ονομάτισαν το μαύρο τους το χάλι.

Και δώστου γντουπ και ξαναγντούπ η σκιά του ημιόνου,
(αερικό στα σύννεφα, χορεύοντας, περνούσε),
στ' αστραφτερό λιθόστρωτο, στη βρύση του δαιμόνου,
τις γκρι στολές, με τσάμικο, αυτόματα κλωτσούσε.

2017-02-28
© Georgios Venetopoulos, all rights reserved