Του κρύου η λαίδη
αιθέρινοι οι ορίζοντες οδήγησαν το πλοίο,
φαντάσματα οι ναύτες – ξεφτισμένα τα σωσίβια,
υδάτινα τα τείχη στης Στυγός το αντηχείο.
Μας έκοβε ο βοριάς· χιονιάς της θάλασσας - μαχαίρι,
βοές τα πελαγίσια του μηνύματα - θρηνούσε,
με μουσική απόκοσμη μεγάλου λαουτιέρη,
νυμφεύονταν με τα στοιχειά και τότε σιωπούσε.
Του καραβιού προσπάθαγε ο καπνός μεσ' στο σκοτάδι
να φτάσει στα απόμακρα και θολωτά ουράνια,
θυσία ήταν στους θεούς που ζούσανε στον Άδη,
σ' ομίχλες μεγαλόπρεπες, βασίλεια ωκεάνια.
Τα φώτα αφανίστηκαν, τα σκόρπισε η νύχτα,
ενώ η κόρνα μοναχή στην πρύμνη του ηχούσε·
καθώς φυσούσε ο άνεμος, καλνούσε και αλύχτα.
το πλοίο με περίμενε· για μένα ξαγρυπνούσε.
Δριμύ το κρύο ήτανε, γιά πρόσκληση θανάτου;
Γενάρη ρίξαμε άγκυρα, στα ανοιχτά, αρόδου,
η μπάντα των πνευμάτων του αέρινου φουσάτου,
ταξίδευε στο πέρασμα ιδεατής εξόδου.
Τον αρραβώνα μας, κυρές, στροβίλιζαν στα χιόνια,
απόκοσμα εγγράφοντας την μουσική εντός μου,
του κρύου η λαίδη μίλησε στα δεκαοχτώ μου χρόνια
και άγγιξε τα μάτια μου στα πέρατα του κόσμου.
2017/10/30 © G. Venetopoulos, All rights
reserved