Tuesday, August 18, 2015

Σταχτιές καδένες

Σταχτιές καδένες

Θαρρείς ο χρόνος στάθηκε στου δειλινού το διάβα,
το μούχρωμα κατάφερε για λίγο να φωτίσει,
την πετρωμέν' εικόνα τους και της καρδιάς τον χτύπο,
τ' αγνάντιο που απόμεινε σε τελειωμένη δύση.

Το βλέμμα του αλάργεψε στης νύχτας τη γαλήνη·
μην ήταν της ζωής καημός και της φωτιάς τραγούδι;
Mην το δοξάρι του βοριά, της σκοτεινιάς λυχνάρι,
το σιγανό ψιλόβροχο στ' αμάραντο λουλούδι;

Μην τάχα πέρασ' από κει της ξενητιάς τ' αγέρι;
Τη μοναξιά του έστερξε, σταγόνες του χαμού του,
πως δεν υπήρχε ζωντανός τριγύρω να μιλήσει,
πως δεν υπήρχε απόκριση στο κάλεσμα του νου του.

Αιθέριες πέταγαν ψυχές και της βροχής σταγόνες
σε θρόισμα ακούγονταν που χάιδευε το δάσο·
πεθάναν όλοι, σκέφτηκε, της ερημιάς εικόνες
γινήκανε και χρέος που μονάχος θα λογιάσω.

Σειρήνες κι άλλα ξωτικά στο θάμπος περιμέναν,
σ' ανεξερεύνητα νησιά και χώρες βυθισμένες,
μετέωρες στην άβυσσο, καράβια που σαλπάραν
ή δένονταν στο λίγο φως από σταχτιές καδένες.

Ασφοδελούς, κλάδους μυρτιάς, κυκλάμινα και κρίνα,
νεκροπομπούς τ' αχνόφωτος, της πέρα γης γιορτάσι,
στο διάσελο που φέγγιζε λάμπα-ασετυλίνα,
βιγλάτορας, δεν θέλησε ξανά να προσπεράσει.

© 2015-06-29 G. Venetopoulos All rights reserved
(Ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)