Αρχές Δεκέμβρη ήταν κι αγρυπνούσε
στην καταχνιά φιγούρα μοναχή,
τριγύρω της μια σιγαλή βροχή
θροίζοντας, με τα στοιχειά μιλούσε.
Πώς χόρευαν θολές οι αποστάσεις!
Μην ήταν πια η αυγή απατηλή;
Στα μάτια της το διάφανο φιλί,
σκιών διάταξη κι αντανακλάσεις.
Απ' το λαιμό κρεμόταν η καδένα·
επιλογή και έμβλημα χρυσό,
στρατιώτη έπίγραμμα στη Λεμεσό,
βαπόρια, φορτηγά και μαύρα τραίνα.
Επέστρεφαν τα κύματα του μπάτη
το νόστο για τ΄αστέρια τ' ουρανού
στο θόλο το βαθύ του οψιδιανού
με βρόχινο στα μάτια της τ' αλάτι.
Τραγούδι έγιν' η φωνή κι επλάσθη
με τις σταγόνες, νεύμα του βοριά
προσκάλεσμα· θυμάρι και μυρτιά,
στο λυκαυγές, η κόρη τον ησπάσθη.
© 2015-11-26, G. Venetopoulos, All rights reserved
(Ιαμβικός στίχος 11/10 συλλαβών)